Και στο στενό το μαγαζί,
στο κουτούκι τ’ Αποστόλη,
απήγγειλα ένα κείμενο
και μου χύμηξαν όλοι.
Όχι πως δεν θά’ παιρνα πιστόλι,
όχι πως δεν θα μάτωνα αυτόν που με κλωτσά,
αυτόν που μ’ απαγόρεψε την σκόλη,
αυτόν που εκδιώκει την χαρά.
Η κοινωνία των ανθρώπων μιά λαιμητόμος είναι,
που τα γρανάζια της λαδώνουν κάθε μέρα,
τα καθάρματα οι πλούσιοι κι οι ρουφιάνοι τους οι φτωχοί.
Άσπονδοι εχθροί μου είναι όλοι!
Μιά γάτα τα μάτια της κλείνοντας,
στα πόδια μου τρίβεται.
Κι όσοι πρόταξαν πιστόλι
στην αδικία, στην κατάντια, στην προσβολή,
πυροβόλησαν δίχως βόλι,
δίχως του έρωτα την ηδονή.
Ανταρτοπούλα που την λύπη ντύνεις μ’ ομορφιά πρωτόφαντη!
Ποιός ξέρει αν πρόλαβες
ανταρτομάννα να γεννείς.
Η συγκυρία δεν έστερξε ούτε γιός σου να είμαι,
ούτε να σ’ αντάμωνα ένα κνέφας στον γιαλό.
Λεωνίδας Καζάσης
Ανταρτοπούλα που την λύπη ντύνεις μ’ ομορφιά πρωτόφαντη!
Ποιός ξέρει αν πρόλαβες
ανταρτομάννα να γεννείς.
Η συγκυρία δεν έστερξε γιός σου να είμαι,
ούτε να σ’ αντάμωνα ένα κνέφας στον γιαλό.
Λεωνίδας Καζάσης