Το απόγευμα σβήνει με κόκκινες
Κηλίδες φωτός πάνω στα φύλλα
Στη βορειοανατολική πλευρά του φαραγγιού.
Η εξημερωμένη κουκουβάγια μου
Στέκει γαλήνια στο θανατικό της κλαδί.
Μια ανόητη καρακάξα σκούζει
Και ρίχνεται κατά πάνω της.
Εκείνη την αγνοεί. Χασμουριέται
Και τινάζει τα φτερά της.
Η καρακάξα πετά μακριά κράζοντας με τρομάρα.
Το βασιλικό μου φίδι κουλουριασμένο
Ακίνητο πάνω σε βιβλία και χαρτιά.
Ακόμα και η γλώσσα του είναι ακίνητη,
Μα τα κίτρινά του μάτια εποπτεύουν.
Τα ποντίκια τρέχουν χαριτωμένα
Στους τοίχους. Πέρα από τους λόφους
Το φεγγάρι είναι ψηλά, κι ο ουρανός
Γίνεται κρυστάλλινος μπρος του.
Το φαράγγι θαμπίζει στο μισόφωτο.
Ένα αόρατο παλάτι
Γυάλινο, γεμάτο διάφανους ανθρώπους
Βρίσκεται γύρω μου.
Πάνω από τον θαμπό καταρράκτη
Η έντονη υπόσχεση φωτός υψώνεται
Πάνω από του φαραγγιού το άνοιγμα.
Ένα γυμνό κορίτσι μπαίνει στην καλύβα μου,
Με πόδια λευκά, λικνίζοντας τη μέση,
Και με ευωδιαστό φύλο.
*Από το βιβλίο «Kenneth Rexroth, Ποιήματα», σε εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση Γιάννη Λειβαδά, εκδ. Ηριδανός.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.