– I –
Στέκουν τα στήθη
μόνα τους στον αέρα
τα ψηλαφεί το οξυγόνο
που σώθηκε για σένα
μα και για μένα είναι αβέβαιο
πόσο θα κρατήσει,
και μάταιο,
μάταιο να το φυλώ
στο σεντούκι με τα προικιά μου
– II –
[Το ταξίδι]
Με τα πόδια της απλωμένα στο τραπέζι της γιαγιάς
πάνω στο φλοράλ τραπεζομάντιλο
και το χαρακωμένο νάιλον της λαϊκής
βουτάει το παγωτό ξυλάκι
μέσα στο πλαστικό μπολ
και το λιώνει τυρβάζοντας αθώες σκέψεις
πώς να ταΐσει μια μπάλα από αλουμινόχαρτο
που ονόμασε ηλιόσφαιρα·
στο άλλο δωμάτιο η τηλεόραση παίζει δυνατά
μια Κατερίνα Αποστόλου
με ακλόνητα ξανθά μαλλιά
που ετοιμάζει ένα μεγάλο ταξίδι
Εμπρός, φάε να δυναμώσεις, μη σε ταλανίζει
πια η ηλιόπαυση και το νέφος του Όορτ
θα το χωνέψεις του κόσμου το σύνορο
με λίγο παγωτό φιστίκι
/ Στα μισά της ζωής του παντός
σε ένα τρένο που διασχίζει την Τοσκάνη
μοιράζουν φυλλάδια διαφημιστικά
διαγαλαξιακά ταξίδια για τους τολμηρούς
και καθώς η ηλιόσφαιρα κατευθύνεται στον Βέγα
η ταχεία σταματάει μπροστά στα ηλιοτρόπια
απεργία! φωνάζουν οι Ιταλοί
και την ξυπνούν οι φωνές
μα καθώς σηκώνει το κεφάλι της από το μισάνοιχτο παράθυρο μαθεύτηκε·
κάποιος που δεν άντεξε
τη συμπαντική του μοναξιά
έπεσε νεκρός μπροστά στον σιδηρόδρομο
/ Δύο ώρες μετά γέρασε·
τα χέρια της περνούσαν
από τα άσπρα μαλλιά και
τα μάτια της κλείσαν να σκεφτούν
Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι. Με τις ίδιες κινήσεις
που κάνει κανείς όταν μένει*
Λίγο πριν φύγει ζήτησε ένα παγωτό φιστίκι
κανείς δεν ήξερε γιατί
έπειτα προσδέθηκε
χωρίς αποσκευές
για ένα ταξίδι, το μοναδικό
που σε πηγαίνει
σε όλες τις ηλιόσφαιρες
σε όλα τα νέφη του Όορτ
– Ill –
[Λουμίνια]
Οι νεκροί δεν έρχονται τις νύχτες
δε στοιχειώνουν το σπίτι δε μιλούν
ούτε ψιθυρίζουν στιχάκια
στ’ αυτιά των ζωντανών
δε γίνονται σκιές
μήτε σκοντάφτουν πάνω στις κορνίζες και στα φωτιστικά
δε λικνίζονται σε κουνιστές καρέκλες
ούτε κοιμούνται στα παλιά τους κρεβάτια
Οι νεκροί δεν έρχονται τις νύχτες
για να ζωντανέψουν τα εικονίσματα
και να ταράξουν τις φλόγες
των καντηλιών
που εύχονται επίμονα την ανάπαυσή τους
δε ζηλεύουν, δε γελούν, δε λυπούνται, δεν ερωτεύονται δεν πιστεύουν
Μόνο που
αυτά και άλλα τόσα
που κάποτε τα γεύονταν
σαν ώριμες ρώγες σταφυλιών
μπροστά σε καλοκαιρινό δειλινό
μέσα στο στομάχι μου απλώθηκαν
σαν πλέγμα που με γράπωσε
και τώρα δε μ’ αφήνει
για να ανασαίνουν τη μνήμη τους
και να μη με αφήνουν να ησυχάσω
όταν φτιάχνω καλύβες και ανθρωπάκια
με τα λουμίνια και τις καντηλήθρες
– IV –
Μια ιδιότητα είναι κάτι
ένα κάποιο κατηγόρημα,
κατηγόρημα επαχθές
προσεχές γένος κατά τη συνήθεια
—0 Πέτρος είναι νεκρός—
Δε στέκει
– V –
Η νεκρότητα είναι ο βαθμός
επιστέγασης υλικού
κάτω από πρόσφορο και στάρι
Τα κουφέτα πονάνε·
όσους χορεύουν και όσους τρυγάνε
το καστανόχωμα
κάτω απ’ τη γαριφαλιά
* Από το ποίημα της Κικής Δημουλά «Παν-κλάμα», Το τελευταίο σώμα μου. Στιγμή, 1989.
**Από τη συλλογή «Μαρμαρογλυφείο [Shine], Εκδόσεις στίξις, Ιανουάριος 2022.