Ξένος ο πόνος
που νιώθει την πρώτη φορά
το πρόσωπο μπροστά στο αλύχτημα
ίσως παιδί στο τρέξιμο πηδώντας
τα σκαλοπάτια των σπιτιών
ίσως ολόκληρο κορίτσι
που κοιτά την αντανάκλασή του
στις γυάλινες τζαμαρίες
αυτές που χθες γυάλιζαν καθαριστές εν κρίσει
/είκοσι ευρώ για δέκα ώρες είναι
καλό μεροκάματο αλλά
τα τρώνε στα μπουρδέλα
οι ξεπεσμένοι ήρωες του Μεταξουργείου/
κι οι γυναίκες στάθηκαν πάνω τους
αποχαιρετώντας τους εραστές τους
μα είναι τούτη η στιγμή
μια ποταπή νοσταλγία
έξω από το Υπουργείο Γεωργίας
κι η σκέψη μου βρωμίζει
απ’ τα σκατά των περιστεριών
ή να θυμηθώ πώς να ζητήσω την πληρωμή μου
τώρα που τα σκάτωσα κι εγώ
αείμνηστη ψυχωσική μου λύπη
Θεμιστοκλέους και Ακαδημίας έπεσα κάτω
ανήμπορη στα σκέλια μου απ’ τα γλωσσόφιλα [άνω στιγμή κερατάδες]
μ’ εκείνο το αγόρι με τα ωραία χέρια
που τρέχει μες στις φλέβες του
ποίηση μπιτ ποίηση διαβολεμένη ποίηση πόρνη
[…] από τότε που γεννήθηκα,
σ’ αγαπώ, τραγουδάει ένας λαϊκός
άντρας, φίλος του πατέρα, σπαράζοντας και πετώντας
γαρίφαλα στα πόδια νυσταγμένων κοριτσιών
αλίμονο, εγώ,
στη σελίδα δεκατρία