Έκανα ένα ταξίδι με το ωραιότερο καράβι που φτιάχτηκε ποτέ· παράξενη ιδιαιτερότητα, επιβάτες και πλήρωμα αυτού του υπερωκεάνιου ήταν έφιπποι!
Ο καπετάνιος, άξιος αναβάτης, ίππευε ένα καθαρόαιμο κούρσας, φορούσε ένα κυνηγετικό κοστούμι και σάλπιζε με ένα κυνηγετικό κόρνο τις μανούβρες του πλοίου· όσο για μένα που απεχθανόμουν την ιππασία είχα καταφέρει να περνάω της ημέρες μου στον ξύλινο ίππο της αίθουσας γυμναστικής. Αποβιβαστήκαμε σε μια Νέα Γη όπου τα άλογα ήταν άγνωστο είδος· οι ιθαγενείς νόμισαν πως οι έφιπποι επιβάτες που επέβαιναν στο πλοίο μας ήταν δικέφαλα ζώα, και, τρομοκρατημένοι, δεν τολμούσαν να πλησιάσουν· μονάχα εγώ, που φάνταζα όμοιος με αυτά τα πρωτόγονα πλάσματα, πιάστηκα αιχμάλωτός τους. Τις γραμμές που θα ακολουθήσουν τις έγραψα στη φυλακή όπου με έκλεισαν. Η φυλακή αυτή ήταν ένα νησί παντελώς έρημο στη διάρκεια της ημέρας, τη νύχτα όμως, οι κάτοικοι μιας μεγάλης ηπειρωτικής πόλης όπου ο γάμος και οι ελεύθερες σχέσεις απαγορεύονταν εξίσου, έδιναν ραντεβού για να κάνουν έρωτα, κι έτσι μπόρεσα να φέρω από την εξορία μου την πιο υπέροχη συλλογή από γυναικεία χτενάκια που υπάρχει στον κόσμο, φτιαγμένα από το πιο ευτελές σελιλόιντ μέχρι την πιο διάφανη ταρταρούγα, καλυμμένη από πολύτιμους λίθους. Δώρισα τη συλλογή αυτή σε κάποιο θείο μου, διακεκριμένο ειδήμονα των κοχυλιών, στο σπίτι του οποίου η συλλογή αυτή είναι παράρτημα μιας βιτρίνας με ινδικά κοχύλια.
*Από το βιβλίο Francis Picabia, “Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος”, μτφρ. Ε. Γραμματικοπούλου, εκδ. “Οκτάνα”.