Στα χρόνια που θα έρθουν θα πουν,
“Πέφτουν σαν τα φύλλα
Το φθινόπωρο του 1939″.
Ο Νοέμβριος ήρθε στο δάσος,
Στα λιβάδια όπου μαζέψαμε τα χρυσάνθεμα.
Τα χρόνια χάνονται με τον λευκό πάγο
Στην καφετιά κύπερη στους ομιχλώδεις λειμώνες
Όπου οι πατημασιές των ελαφιών είναι μαύρες το πρωί.
Τα σχήματα του πάγου στις σκιές’
Αναμαλλιασμένοι σφένδαμοι αφήνουν απομεινάρια στο νερό’
Βαθύ χρυσαφί ηλιοβασίλεμα λαμποκοπά στο συρρικνωμένο ρυάκι.
Γλαρωμένη πέστροφα κινείται μέσα από στήλες του καφέ και του χρυσού.
Τα κίτρινα φύλλα του σφένδαμου στροβιλίζονται,
Τα εντυπωσιακά φύλλα της λεύκας,
Η ελιά, με την απαλή σκλήθρα,
Η άλικη κρανιά,
Η πιο σπαρακτική απ’ όλες.
Το απόγευμα λεπτές λωρίδες από σύννεφα
Κινούνται πάνω απ’ τα βουνά’
Τα σύννεφα της καταιγίδας τα ακολουθούν’
Ψιλόβροχο πέφτει χωρίς άνεμο.
Το δάσος είναι γεμάτο με υγρή ηχηρή σιωπή.
Όταν η βροχή σταματά τα σύννεφα
Κολλούν στα βράχια και στους καταρράκτες.
Το απόβραδο ο άνεμος αλλάζει’
Χιόνι πέφτει το ηλιοβασίλεμα.
Στεκόμαστε στο χιονισμένο λυκόφως
Και κοιτάμε το φεγγάρι να αναδύεται μέσα από το άνοιγμα ενός σύννεφου.
Ανάμεσα στα μαύρα πεύκα απλώνονται στενές λωρίδες φεγγαρόφωτου,
Λαμποκοπούν με το αιωρούμενο χιόνι.
Μια κουκουβάγια κλαίει στο σκοτάδι.
Το φεγγάρι έχει τη λάμψη ενός παγετώνα.
*Εδώ ο ποιητής διαβάζει το ποίημα αυτό: https://www.poetryfoundation.org/play/76506
**Μετάφραση: Σπύρος Θεριανός.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.