Τότε,
χωρίς να το πολυσκεφτεί,
ξεδιψά από το άδειο κύπελο
δαγκώνει την εσάρπα της
που είχε φανταστεί μπλε με πορτοκαλί σκιές,
που νόμιζε πως της χάρισε
ο φευγάτος εραστής της
και βγαίνει βόλτα
στην έκταση του μικρού της δωματίου,
κατευθύνεται στο μπαρ για τη νυχτερινή της διασκέδαση
-ενώ ξημερώνει-
και πιάνει να γράψει το γράμμα της ζωής της,
αφιερωμένο στον εαυτό της, χωρίς παραλήπτη,
τακτοποιεί ξυπόλητη τα λιγοστά της βιβλία
και σφίγγει την καρέκλα της στον τοίχο
με τη φωτογραφία της χαμένης άνοιξης
Ύστερα γυρίζει να σε κοιτάξει,
με το τσιγάρο στα χείλη,
το ξανασκέφτεται (δεν καπνίζει βλέπεις)
ούτε κι εσύ είσαι εκεί,
να της χαρίσεις το χαμόγελό σου,
το χάδι μιας αγκαλιάς.
Είναι αργά το βράδυ,
κι οι δυό σας χαμένοι στην ονειροπόληση,
του μετέωρου έρωτά σας,
που δεν σας συνάντησε,
στις παράλληλες γραμμές σας.