Δημήτρης Α. Δημητριάδης, Παραδίνομαι πάλι στο σύμπαν μου

Τούμπα
οδός Σικίνου και Νηρέως γωνία
έφηβος
στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
δεκαπέντε χρονών
ερωτευμένος με τον κόσμο μου
που κάλλιστα απαρτίζεται από έναν εωθινό καφέ
δυο μάτια που εσωκλείουν έναν γαλαξία
και δυο μεγάλα ακουστικά
σαν των αεροπόρων.

Και χάνομαι
μ’ έναν μεγάλο δίσκο βινυλίου μπροστά μου
που κυλάει κάτω απ’ τη βελόνα του πικάπ
απλώνοντας ο χρόνος τις φτερούγες του
σμήνος να γίνονται της ώρας τα λεπτά
από πεταλούδες πολύχρωμες
κι η ψυχή μου ένα σπαθί Κατάνα
που κόβει βεβαιότητες.

Και πετώ
πετώ
με στίχους ποιήματα
και ποιήματα στίχους
με κιθάρες εξάχορδες
φυσαρμόνικες
τύμπανα
με μπαλάντες
και κάντρι
και φολκ
και μπλουζ χρωματισμένα
με τις φωνές του Ντύλαν
του Μόρισον
και της Μπαέζ
σαν αύρα να ξεχύνονται
κι ύστερα να σκάνε σαν βόμβες στο δωμάτιο.

Κι όλα
μα όλα
τα βλέπω και τα νιώθω διαφορετικά
με πρωτόγνωρο τρόπο
σκιές
αρχέτυπα
και μεταφυσικούς χαρακτήρες
κόσμους αόρατους να υψώνονται στον αέρα
με τείχη από απαστράπτοντα περάσματα
λυπημένους ανθρώπους
παλιάτσους
και ληστές
να εκτροχιάζονται εντελώς
πασχίζοντας ν’ αντικρίσουν το φεγγάρι
μέσα απ’ τον υπόνομο.

Κι είναι ο στίχος
«σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει»
που όλα
τα πάντα
με μια απλή αντιστροφή τα μεταφέρει στο παρόν
κλείνοντάς μου το μάτι
πιάνοντας απ’ την αιφνίδια λάμψη του βλέμματός μου
ότι πιάνω εγώ
κι όχι μου λέει
το στοίχημα δεν είναι η ταχύτητα
όχι πια ο χρόνος είναι ένα αεροπλάνο τζετ
όχι πια ζήσε γρήγορα και πέθανε νέος
τώρα το κόλπο
το στρατήγημα
είναι να πιάνεις τα ογδόντα
και να ζεις στα ογδόντα με το πάθος των δεκαπέντε
στέλνοντας στον αγύριστο το τραγικό
και την απόγνωση.

Κι ύστερα νιώθω τον τυφώνα Ρούμπιν Κάρτερ
να βγαίνει απ’ τη φυλακή
τον Άλλεν Γκίσμπεργκ να τραγουδάει με την Ταίηλορ
κάνοντας στράκες με τα δάχτυλα
και να’ ρχονται άγγελοι εξάγγελοι
ο Τζαίημς Ντιν
η Βίβιαν Λι
η Ντίκινσον κι ο Κέρουακ
η Βιρτζίνια Γουλφ μαζί με τον Μπράντο
σ’ εκείνο το δωμάτιο της Τούμπας
του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
λουσμένοι στα γέλια
με το διαβατήριο της διάρκειας
και μ’ ένα μπουκάλι ρούμι
κι ο Τζόνι κι η Τζίνα
να χορεύουν βαλς ως το ξημέρωμα
σ’ εκείνο το δωμάτιο που θα γίνει πάλι ονειρεμένο
όταν ξανά θα στήσουμε οδοφράγματα
καμωμένα από άγρια τριαντάφυλλα
θα χουχουλιάζει η πλάση
και θα’ ναι κάθε χάραμα
άναμμα ενός κεριού του Γκέρχαρντ Ρίχτερ.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s