ΙΙ.
Ίσως
εάν ερχόταν σήμερα ένας άνθρωπος
μονάχα με το τυπικό προσόν της εποχής
αυτή τη γεύση πρόχειρου γκρεμού
-ξέρετε-
ένας απ’ τους χιλιάδες παραγιούς του πανικού
όπως τους έραβε ο Θεός
ξέχασε μια βελόνη μες τα στήθια τους
εάν ερχότανε
και κοίταζε
από το μάτι της βελόνας που σας έλεγα
θα του στοιχειώναν όλα τα φωνήεντα
θα του πατούσε το μυαλό ένα τραύλισμα
τ-τ-τ-τ-τ…τ-τ-τ-τώρα π-π-π-π-π…π-π-π-που
ζ-ζ-ζ-ζ-ζ-ζ….ζ-ζ-ζ-ζ-ζορίσανε τ-τ-τ-τ-τα-τα-τα-τα
π-π-π-ππ-πρα-πρα….π-π-πράγματα ν-ν-ν-νο-νο…
νο-νο-νομίζεις π-π-π-π….π-π-π-πως το-το-το-το…
το-το-το-το…το φ-φ-φ-φ-φ….φ-φ-φ-φ-φω-φω-φως
κ-κ-κ-κ-κ-κ…κ-κ-κ-κα….κ-κ-κ-κκ-κκ-κ-κ………..
κ-κ-κ-κα-κα-καταλαβαίνει;
VΙΙΙ.
Είναι που να τρελαίνεται κανείς
όπως ξηλώνουν έτσι τα μερόνυχτα
το αίμα σου κλωστή –κλωστή
οι τρεις σου μοίρες να πανιάζουνε
τι περιμένεις ν’ αρχινίσει βρε κουτέ
δεν είναι παραμύθι αυτό
Είναι
μονάχα το κουφάρι του