Γιώργος Κοζίας, Πολεμώντας υπό σκιάν… Ελεγεία και σάτιρες, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2017
Η ποίηση του Γιώργου Κοζία (γ. 1958), από το σχετικά μακρινό 1989 και τον Ζωολογικό κήπο του ακόμα, όπου και ο ίδιος ο τίτλος προϊδεάζει αλληγορικά για την ανατρεπτική έως διαλυτική σάτιρα που θα συναντήσει ο αναγνώστης στις επόμενες σελίδες, δεν μπορώ να πω ότι ήταν συντονισμένη με την ποίηση των συνομηλίκων του. Για να μην αφήσω εδώ υπονοούμενα, και για να αναδείξω ευκρινέστερα τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις όσων εμφανίστηκαν στα ίδια πάνω κάτω χρόνια με τον Κοζία, στη νεότερη ποίησή μας, ας πω ότι ως συνομηλίκους του εννοώ τους ποιητές που είναι συνέχεια της ομάδας του ’70 και χαρακτηρίζονται, όπως και οι τελευταίοι, για την πολυμορφία, την πολυτροπία και την πολυθεματική τους ταυτότητα. Πρόκειται για ποιητές που θα μπορούσαν από τα πρώτα πρώτα βήματά τους να έχουν ως κοινό επίθεμα την προϊούσα επέλαση του μεταπολιτευτικού χάους, μετά την ένταση που κυριάρχησε τη δεκαπενταετία 1960–1975, χωρίς συνάμα να συνοδεύονται οι ίδιοι αυτοί ποιητές με κάποιο ιδιαίτερο ιστορικοκοινωνικό γεγονός! Σπύρος Βρεττός (γ. 1960), Γιάννης Τζανετάκης (γ. 1956), Στρατής Πασχάλης (γ. 1958), Χάρης Βλαβιανός (γ. 1957), Βαγγέλης Κάσσος (γ. 1956), Γιώργος Γώτης (γ. 1956), Δημήτρης Χουλιαράκης (γ. 1957), Κώστας Ριζάκης (γ. 1960) κ.ά. Όπως λοιπόν είπα προηγουμένως, η ποίηση του Κοζία εκ μιας αρχής συνεισφέρει το αντίδωρο της σάτιρας και της σκωπτικής στάσης στο «κοινό ταμείο» (αν υπάρχει τέτοιο) των ποιητών που είχαν μπροστά τους την είσοδο προς την «εποχή της αυταπάτης» από το ’80 και έπειτα. Εν πολλοίς, ξεχωρίζει ανάμεσά τους γι’ αυτό. Όμως το ξεχώρισμά του ασφαλώς και δεν έχει κάτι το μεμπτό, αφού ο λόγος του ήταν καταγγελτικός διότι έτσι, ως οξύς διαγνώστης, θέλησε να βρει το δικό του ξέφωτο, ξεκόβοντας από τις πεπατημένες οδούς της χαμηλόφωνης δραματικής έκφρασης που χαρακτήριζε αρκετούς από τους συνομηλίκους του.
Αν πάντως αναγνωρίσουμε, περνώντας από τις συλλογές του, ότι προϊόντος του χρόνου μέστωσε με τα δικά της υλικά η ποιητική φωνή του, θα είχα να παρατηρήσω ότι δεν έλειψαν από τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της οι πρώτες της ιδιότητες: σαρκαστική οξύτητα, οργίλο ύφος, έξαψη που κορυφώνεται ως θυμός, αλλά και μελαγχολία βαθιά για τα συνεχώς ανυψούμενα αδιέξοδα που συναντά μπροστά του ο σύγχρονος πολλαπλά ηττημένος άνθρωπος. Στα προηγούμενα προστίθεται και μια αμετάθετα αιρετική στάση∙ αιρετική με την έννοια ότι δεν συγκλίνει ο λόγος της ποίησης του Κοζία με τους λόγους των συνομηλίκων του. Πράγμα που σημαίνει ότι ο ανυποχώρητα αντιρρητικός λόγος του (εντατικοποιημένος μάλιστα στο Πολεμώντας υπό σκιάν…) δεν χτυπάει στα τυφλά. Έχει χαράξει την προοπτική της ρητορικής του. Είναι αποδομητικός, ενώ στον πυρήνα του είναι οργανωμένος γύρω από ένα ελάχιστο αμετάβλητο όπου συναιρούνται η κατάφαση απέναντι στη ζωή, ή η άρνηση της φθοράς, η δοξαστική του έρωτα και των αισθήσεων, του ανθρώπινου σώματος, του άδολου και πηγαίου των συναισθημάτων.
Φύση, ψυχή μου, μας γέλασαν οι εποχές.
Γέμισε ο κόσμος
χρηματοκιβώτια χτισμένα στη γη
θησαυροφυλάκια ψυχοπαθών
μέντιουμ, νταντάδων, χονδρεμπόρων
[…]
Φύση, μακρινή μου αγάπη
τα στεγνά μάτια πρέπει να φοβάσαι.
Το ποίημα, μαζί με άλλα σαράντα οχτώ στην τελευταία συλλογή του Κοζία, ανασυνθέτει κι αυτό τη διπλή φύση του ποιητικού λόγου του, διπλή φύση που από τον τίτλο ακόμα της συλλογής υπογραμμίζει τη λύπη, τη νοσταλγία και, από το άλλο μέρος, την αγανάκτηση, η οποία σπρώχνει με τη σειρά της την οξύτητα του ύφους του ποιητή και την ενίοτε επιθετική ρητορική του. Άλλωστε, ο υπότιτλος Ελεγεία και σάτιρες δεν ανακαλεί μόνο τις δυο συμπληρωματικές όψεις της τελευταίας —προ αυτοκτονίας— συλλογής του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Προσδιορίζει επίσης, όπως το περιέγραψα, το διφυές της ηθικής οντότητας του καρυωτακικού επιγόνου. Ασκεί διαβρωτική σάτιρα, εμπαίζοντας και πλήττοντας με ευφορία ψυχής τη μακαριότητά μας, συνάμα όμως θλίβεται, πενθεί για την απόσυρση, την ιδιώτευση, τον ατομικισμό που περίσσεψαν, αντί να ελαττωθούν, στη μεθοδευμένη από ποικίλα συμφέροντα, δήθεν ανοιχτή κοινωνία της Δύσης:
Τύμπανα χτυπούν,
ηχούν τρομπέτες, κουδουνίστρες:
«Περνάει της Ευρώπης η εμπορική ακμή!».
[…]
Ευρώπη, τσίρκο των νομισμάτων
και πάνω απ’ τα σχοινιά των σαλτιμπάγκων
Γηραιά Κυρία με Ωσαννά την στρυχνίνη να κερνά.
γράφει στο ποίημα «Ευρώπη, η Κυρία με την στρυχνίνη», παίζοντας ανατρεπτικά και ειρωνικά με το μουσικό δρώμενο του Γιάννη Χρήστου «Η Κυρία με τη στρυχνίνη» (1967), όπου και οι αρχετυπικές αναγωγές των ονείρων στη θεωρία του Carl Jung.
Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, είχα αρκετά χρόνια να διαβάσω τόσα ποιήματα όσα αυτής της συλλογής του Κοζία, συγκεντρωμένα μαζί, που να ενσωματώνουν στην κειμενική τους σύσταση τόσο πολλές αναφορές σε πρόσωπα, γεγονότα, τόπους, άλλα ποιήματα, μυθικές και ιστορικές μορφές. Πρόκειται για έναν τάπητα, ένα χαλί υφασμένο από δεκάδες πραγματολογικά στοιχεία που το καθένα τους έχει τη δική του ιστορία, τη δική του σημασία, τον δικό του συμβολισμό. Συνταξιδεύοντας με αυτό τον τάπητα, που τον ξεδιπλώνουν h φαντασία και οι γνώσεις του ποιητή ο αναγνώστης (θέλει δεν θέλει) συμμετέχει στη διαδικασία μια εξαλλαγής, καθώς με την ανάγνωση κάθε ποίημα αναδεικνύει τους κόμπους του, τις διακειμενικές και πραγματολογικές αναφορές του και προσφέρεται ως ένα σύνθεμα στην πρόσληψη του αναγνώστη. Έτσι, υποθέτω ότι για τον Κοζία η κειμενική απόλαυση δεν σημαίνει την εγκατάλειψη του αναγνώστη στη μαγεία αυτής της σύνθεσης, αλλά τη γνωσιακή του ενεργοποίηση. Τη διαύγεια. Κάθε ποίημα, με αυτή την έννοια, είναι σύστημα σημείων, ένα πεδίο ιστορικών, πολιτικών, λογοτεχνικών και άλλων αναφορών που το σημαίνουν ως εγκατεσπαρμένοι πυκνοί οδοδείχτες. Λόγου χάριν, στο ποίημα «Το βάραθρο που χάσκει» χρειάζεται να σταθούμε στον έκτο στίχο, όπου η αναφορά του Κοζία στο «Δημόσιο Σήμα», και να θυμηθούμε ότι από εκεί ο Περικλής εκφώνησε τον Επιτάφιό του. Αν δεν τα σκεφτούμε όλα αυτά, συνειρμικά ή όπως αλλιώς, θα μείνει στον αέρα, ανεξήγητη, η γνωστή καλβική προτροπή «Κρούε την λύρα», με την οποία και κλείνει το ποίημα.
Ή, πάλι, «Το παλτουδάκι της μοδός», ένα βαθύτατα σατιρικό ποίημα για τα κοινωνικά ήθη, παίρνει ένα επιπρόσθετο αντιρρητικό νόημα αν σταθούμε για λίγο στο καταληκτικό του μέρος
—έρμαια, αθύρματα, κουκλάκια μια χρήσεως—
[…]
η Μπαραμπαντού, οι φτωχοδιάβοι,
μέχρι το τελευταίο κουμπάκι στο παλτουδάκι της μοδός.
και θυμηθούμε ότι η Μπαραμπαντού είχε επανεμφανιστεί ως ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού στη συλλογή του 4 Μαζινό (1982). Με αυτές τις πραγματολογικές αναφορές, που δεν έχουν επιδεικτική ή φιλολογική σκοπιμότητα, αλλά θέλουν να δείξουν τον γόνιμο χειρισμό του πλέγματος των διακειμένων στη γλώσσα της λογοτεχνίας —καθώς στα ποιήματα του Κοζία συνεχώς συμφύρονται και διασταυρώνονται χρόνοι, τόποι, πρόσωπα, ονόματα και συμβάντα—, θέλω επίσης να επισημάνω την ιδιαίτερη αξία και σημασία που έχει σ’ αυτή την ποίηση ο αιφνίδιος λόγος. Ο αιφνίδιος λόγος είναι ο λόγος που αποκαλύπτει και που βρίσκεται το ουσιώδες, όπως για παράδειγμα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Δημήτρη Παπαδίτσα, του Νίκου Καρούζου, του Έκτορα Κακναβάτου κ.ά. Στο Πολεμώντας υπό σκιάν… πάντως, εμφανίζεται με δύο κατευθύνσεις. Αφενός, γίνεται η αιχμή του δόρατος για να εκφραστεί η εξεγερμένη απέναντι στην τακτοποιημένη τάξη διάθεση του ποιητή, θραύοντας ως επιθυμία της ελευθερίας τα όσα παγιδεύουν τον ανθρώπινο αυθορμητισμό. Αφετέρου, ο αιφνίδιος λόγος, ή, αλλιώς, η στιγμιαία κατάσταση της κεραυνοβόλας διαύγειας, είναι που βοηθά στο να ανασύρουμε από τη μνήμη και το μη συνειδητό μας πράγματα γνωστά αλλά τώρα θαμμένα. Ιδιαίτερα στην ποίηση του Κοζία, ο αιφνίδιος λόγος ξεπηδάει από τις αμέτρητες νησίδες διακειμενικών και πραγματολογικών αναφορών, από την αναφορά στον Ezra Pound, στον Bertolt Brecht, στον Γιώργο Σεφέρη και στον Γιάννη Ρίτσο ως τη συχνότερη μνεία του Καρυωτάκη, έτσι που οι απροσδόκητες αυτές συναντήσεις και διασταυρώσεις δημιουργούν μια πολυφωνία και αίρουν τον συνήθως μονοφωνικό χαρακτήρα της νεότερης μοντέρνας ποίησης.
Με αυτή την προοπτική, τα ποιήματα του Πολεμώντας υπό σκιάν… είναι ορθάνοιχτα στη διαχρονία της ιστορίας, της παγκόσμιας λογοτεχνίας, των πολιτισμικών γίγνεσθαι, των υλικών εντέλει ψηφίδων από τις οποίες συντίθεται, αποσυντίθεται και ανασυντίθεται ασταμάτητα η ανθρώπινη ζωή και η αναπαράστασή της. Ένας τέτοιος συγκερασμός, άλλωστε, υπάρχει και στο ποίημα που ακολουθεί, το «Προμετωπίδα στο “Επί ασπαλάθων…”», όπου συμφύρονται η Πολιτεία του Πλάτωνα, ο γνωστός μύθος του Παμφύλιου Αρδιαίου, η ανασκευή του μύθου όπως έγινε από τον Σεφέρη στο ποίημά του «Επί ασπαλάθων…», και, το ίδιο αισθητά, ο υπόρρητος Καρυωτάκης που κοιτά «τους μαιάνδρους στο ταβάνι».
Ο Παμφύλιος Αρδιαίος
δεν πλήρωσε τα κρίματά του.
Κυκλοφορεί ανάμεσά μας
ο πανάθλιος μελανοχίτωνας,
καραδοκεί και απειλεί,
μπήγει τα φαρμακερά βελόνια
των ασπαλάθων τα αγκάθια,
όταν σηκώνουμε κεφάλι.
Κοιτάμε τους μαιάνδρους στο ταβάνι
Ασίνην τε… Ασίνην τε…
οι μαύρες προσωπίδες μάς σκεπάζουν.
Κι όλο κάτι τελειώνει στο χάος
κι όλο κάτι αρχίζει βαρβαρικό
το άνθος μαραίνεται,
το φύλλο ξηραίνεται, ο κόσμος περνά,
μόνον ο τύραννος
επλάσθη αθάνατος, αυτός ποτέ δεν γερνά!
Αλέξης Ζήρας
Ποιητική, Άνοιξη–Καλοκαίρι 2021