Στο αμπάρι ενός σαπιοκάραβου είναι στοιβαγμένη η ελπίδα μου.
Στρίμωξα τη ζωή μου ανάμεσα σε νεκροζώντανα κουφάρια.
έχω κλειστοφοβία – σας το ΄πα;
Τα σωσίβια φωσφορίζουν μέσα στη νεκρική μαυρίλα.
Το κρύο διαπερνά τα σωθικά μου.
Με κάθε κυμματισμό
αγίασμα στα πνευμόνια μου το θαλασσινό νερό.
φοβάμαι το σκοτάδι – σας το ΄πα;
και το κρύο και το νερό και τα μεγάλα ψάρια.
Υποθήκευσα τη ζωή μου.
Αποθήκευσα τη ψυχή μου σε αιγαιοπελαγίτικο φέρετρο.
Πλήρωσα πλήρωσα πλήρωσα.
Χρήματα οικογένεια πατρίδα αξιοπρέπεια.
Σε ποιο χρηματιστήριο ανθρωπιάς να αναζητήσω την τιμή μου;
Αγκίστρωσα τον αγκώνα μου σ’ ένα απομεινάρι του ναυαγίου
Μπορεί όμως και στο πτώμα της συντρόφου μου.
Δεν ξέρω.
Δεν κοίταξα.
Δεν θυμάμαι.
Φοβάμαι και το θάνατο – σας το ‘πα;
*Από τη συλλογή “Αποκαΐδια ηθικής”, Εκδόσεις Βακχικόν, 2017.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.
Beautiful imagery ❤️