Κοιτώ τις γρίλιες
κι είναι το φως τόσο λίγο
τόσο θαμπό
τόσο μάταιο
μα η καρδιά μου βροντάει στο στήθος
να βγει
να φωλιάσει σ’ ένα άρπισμα σι μινόρε
ν’ αφήσει για πάντα το τέλος
να αιωρείται
πριν για τα καλά πέσει κάτω στη γη
σε μία λύση δραματική
όπως αυτή που γυρεύει ο πιο τραγικός ήρωας
που ξάπλωσε με τη μάνα του
και γέννησε μαζί της
το είδος μου∙
/ μια πεταλούδα πεταρίζει μέσα στο αστικό λεωφορείο
κι όλο γυρίζει
κι όλο γυρίζει
δε βρίσκει δρόμο προς την ελευθερία
στο τέλος ξαπλώνει
στον ώμο του πεινασμένου
και δεν τρώγονται -σκέφτεται-
ύστερα τη βουτάει στη χούφτα
τής ψιθυρίζει
την προσευχή του δείπνου
και τη χαρίζει σε ένα όμορφο κορίτσι
με κόκκινα μάγουλα∙
εκείνη τη βάζει στο στήθος
σαν χαρτονόμισμα
και κατεβαίνει στη στάση
Ωδείο
/ λυπήσου με ξαγρύπνησα στο πλάι σου ανθέ μου
δίπλα μου η νύχτα ξαγρυπνά κι αυτή με συλλογιέται
σαν το τραγούδι της ζωής που λένε οι αγγέλοι
και μούδιασαν τα μέλη
πέφτουν στη γη σαν ξένοιαστα πτίλα των ομματιών μου
το ‘χει η καρδιά μου να γρικά τα λόγια να καυχιέται
σαν το τραγούδι της ζωής που ξέχασαν οι αγγέλοι
στο στόμα μου το μέλι
/ Κοιτώ τις γρίλιες
κι είναι το φως τόσο λίγο
τόσο γλυκό
τόσο κι ελπίζω