ΚΟΝΙΑΚ
Στη γνωστή μας υπόγα πάλε τα πίνω
Για το ψεύτη ντουνιά καπίκι δε δίνω
Κι απόψε όπως ψες κι όπως κάθε βράδυ
Γλυκεία γκαρσόνα κερνά με — μπράντυ
Ω Μούσα!
με μάτια τσακπίνικα, σινάμενα οπίσθια
Ποια για χάρη σου ρίμα να παίξω
— τα… λοίσθια; τα… ημερομίσθια;
100 κούπες ήπια κ’ 100 κούπες έχω σπάσει
κ’ 100 σουρωμένα σονέτα έχω γράψει
Ω Μούσα! ρούσα ξανθομαλλούσα
πανώρια ασκημούλα και πεταχτούλα
Για τα σε!
κ’ οι παρόλες μου, και τα λιλιά μου — κι ούλα!
*
ALLEGRO CON FALSO
Είμαι Βαλκάνιος
Άγριος
Τυραννοανασκολοπιστής
άναντάν παπαντάν
Για αίμα ψοφάω’ και σεξ
(ψοφάω σου λέω
γι’ αυτό ζω)
Εγώ — κόκκορας!
μέσ’ στ’ άγρια χαράματα
ξυπνάω, να τραγουδήσω
Εγώ — κόκκορας!
τη μέρα 2, 3 βολές
το χαρέμι μου κανονίζω
Άμα πίνω πίνω
για να μεθύσω μόνο
Στο λαιμό μου
το ξουράφι του βάνει ό μπαρμπέρης
Χ ρ ρ ρ ά τ ς ! καί μου την ανάβει
Πεθαίνω! όμως πεθαίνω γελώντας
(Σκουλίκια — τα τρώγω!
δε με τρώνε… )
*
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Α΄
Ησυχία παρακαλώ
Ό μακαρίτης απεχθανότανε το θόρυβο
Όσοι θέτε να λέγεστε φίλοι μου
το μνημούρι ποτίστε ρακί / ή κονιάκ
και καθίστε ‘δώ μαζί μου λιγάκι
να πιούμε και να κλάψουμε παρέα.
Β΄
«Δε χρειάζομαι ταφόπετρα…»
Μπ. Μπρεχτ
ούτε ‘γώ…
αλλά αν χρειάζεστε εσείς για μένα
μου φτάνει έμένανε τούτ’ ή γραφή:
*
«ΕΝΘΑΔΕ ΣΑΠΙΖΕΙ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ»
στο νεκροταφείο
πιο καλά στην άκρη θάφτε με
έτσι όπως έζησα
κι ακόμα
πιο καλά στην άκρη εδώ του δρόμου
σ’ ένα σταυροδρόμι
σ’ ένα τρίστρατο
…
έξω από ‘να γύφτικο σκυλάδικο
του διεθνούς
(μεθυσμένοι οι γύφτοι όντας βγαίνουν
το μνημείο να ποτίζουν)
…
τέτοιο μνημούρι, μάλιστα, θα μας τιμούσε όλους.