1
Λυπάμαι για τα χρώματα, που δεν βρίσκουν το δρόμο τους.
Για το κόκκινο,
σε όλες του τις αποχρώσεις,
μα περισσότερο για εκείνη, τη ζωηρή.
Ξέμεινε η κακόμοηρη να χρωματίζει σημαιάκια,
να λεκιάζει πληγές,
να ταυτοποιεί ιδεολογίες.
Είναι όλα πάλη κι αυτός πιο δυνατός.
Γι’ αυτό λυσσάω αγάπη μου.
Να ’χεις βουλώσει τις τρύπες.
Να ’ναι ελαφρύ το λάβαρο.
Μη πέσει να σε πλακώσει.
Να βρει το κόκκινο το δρόμο του.
Όποιος κι αν είναι τελικά.
Να βρεις κι εσύ τον δικό σου.
Κι ας μη σε φέρει πίσω.
Να μην είσαι λειψός.
Να πεις στο τέλος «τα κατάφερα».
2
Όταν σε θυμάμαι και δεν έρχεσαι,
σε φιλώ με κλειστά μάτια.
Και τιμώ το χέρι σου,
έτσι απαλά που μ’ άγγιζε.
Και σε φοράω γύρω απ’ το λαιμό,
να σ’ έχω φυλακτό.
Και έμαθα απ’ έξω τη χροιά σου,
να σε βρίσκω εύκολα.
Άκου!
Η άνοιξη καθυστερεί.
Όταν σε θυμάμαι και δεν έρχεσαι,
πιο εύκολα ξεχνώ.
Όταν σε θυμάμαι και δεν έρχεσαι,
μυρίζει βαλς και σείεται η γη.
Κι ήταν γραφτό το βράδυ εκείνο να με στοιχειώσει.
4
Είναι-αλήθεια-περίεργο συναίσθημα.
Ξυπνά στο στομάχι βαθύ σφίξιμο.
Κι ύστερα σέρνεται μέσα μου ένα χέρι,
με φίδι όμοιο.
Αρπάζει την καρδιά.
Τη σφίγγει, να μη παίρνει άλλο αίμα.
Ανεβαίνει ψηλά ως το λαιμό
κι είναι έτοιμο να βγει.
Το έμεσμα.
Έτσι αποκαλώ τη θύμησή σου.
*Από τη συλλογή “Θλίψη καιρική”, Αθήνα 2017.