
Α.
Στον ξέγνοιαστο τόπο
που κάποτε κατοικούσαμε
τώρα
έχουν τη φωλιά τους
οι σαύρες
διανυκτερεύουν
γέροι παράξενοι ταξιδιώτες
δεν θ’ ακουστεί
ποτέ ξανά
γέλιο.
Τα σπίτια είδαν
τρομακτικές φωτιές
και ξέρεις
και ξέρω
πως ποτέ πια
δε θα δει
το χρώμα της αυγής.
ΜΑΝΑ
Κούμπωσε τη ζακέτα
σου παιδί μου
έρχεται χειμώνας βαρύς
και θα κρυώνεις.
Σου ‘χω ετοιμάσει κρασί,κουβέρτες
και δυο λευκά περιστέρια.
Άπλωσε τα χέρια σου
στη φλογίτσα που καίει
ακόμη
παιδί μου.
Κρυώνεις και θα ‘ναι βαρύς
ο χειμώνας που έρχεται.
*
Μπουσούλησα τον κρύο αυλό
μιας γριάς μάγισσας
δόθηκα σε σκοτεινές κοιλάδες
έπαιξα
έπαιξα
πήρα μιαν αγάπη και τη νανούρισα
πήρα μιαν αγάπη και τη λιθοβόλησα
έγραφα
έγραφα
ένα παιχνίδι χαμένο από καιρό
το ήξερα
όλοι οι γέροι του κόσμου το ήξεραν.
Πάρε κι εσύ μιαν αγάπη και νανούρισέ την
πάρε μιαν αγάπη και λιθοβόλησέ την
και γράψε
και γράψε
σ΄ ένα παιχνίδι χαμένο.