Πέρα, μακριά κατά τον Ντίξι,
(πώς μου σπαράζεται η καρδιά)
κρεμάσανε ψηλά σε δέντρο
τον νιό, τον μαύρο αγαπημένο μου.
Πέρα, μακριά κατά τον Ντίξι,
(ψηλά στον αέρα τσακισμένο
ένα κορμί).
Πες μου, λευκέ Ιησού Χριστέ μου,
η προσευχή σε τι ωφελεί;
Πέρα, μακριά κατά τον Ντίξι
(πως μου σπαράζεται η καρδιά)
είναι γυμνή σκιά η αγάπη
σ’ ένα γυμνό, ροζιάρικο δεντρί.
*Aπό το βιβλίο “Νέγροι ποιητές”, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1966.
**Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου.
Reblogged this on Manolis.
Beautiful//εξαιρετικό!