Χ.Π. Σοφίας, Βαβυλώνα

Με επισκέπτεσαι συχνά μέσα στα ερείπια
της Βαβυλώνας
Κρατάς σφιχτά στα χέρια σου τη συνοδεία
των αστεριών
Με λέξεις υγρές που μου μιλούν όπως η θάλασσα
στο ακρογιάλι της
Στη σκοτεινή τραπεζαρία των επισκεπτών αφήνεις
επάνω ηλιοτρόπια πληγωμένα
Τι να σημαίνει το μοβ χρώμα στα χείλη σου;
Τι να σημαίνουν τα ασημένια καρφιά σου;
Και τα σκόρπια βότσαλα στην ιατρική σου τσάντα
που τα βρήκες;
Δεν υπήρξες ποτέ ταξιδιώτης μόνο μια δυο φορές
θυμάσαι ένα πρωί;
Όταν θέλησες να πετάξεις από την ταράτσα και δε
σε άφησαν τα χελιδόνια
Τις ζωγραφιές σου δεν τις πέταξα τις έχω κρατήσει
για τα απογεύματα που τα δένδρα κρυφομιλούν
Με επισκέπτεσαι συχνά μέσα στα ερείπια
της Βαβυλώνας
Φοράς ένα καπέλο με φτερά νεκρού παγονιού
και μυρίζεις λιβάνι
Έρχεσαι μόνος με αυτό τον άγνωστο ίσκιο
που κάθε φορά λιγοψυχάει όταν με συναντάει
Δε σε γνωρίζω δε με γνωρίζεις και όμως έχουμε
το ίδιο σημάδι στο μέτωπο όπως οι εχθροί
Ξέρω είχαμε κάποτε συναντηθεί σε εκείνο το λόφο
έξω από την πόλη που δεν υπάρχει πια
Σε θυμάμαι με θυμάσαι ήμουν αυτός που
προτίμησα να βγάλω τα μάτια μου για να μη βγάλω
τα δικά σου
Είμαι ο τυφλός της Βαβυλώνας με γνωρίζουν
όλοι εδώ πέρα
Πρέπει να φύγεις ξημέρωσε είσαι εχθρός και εδώ
δε σε γνωρίζει κανένας
Πρέπει να φύγεις πριν ξυπνήσουν τα πουλιά
και οι άνθρωποι πρέπει να φύγεις

*Από τη συλλογή “έαρ ραμφίζει”, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2020.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s