
«Κουβαλάμε την αγιοσύνη και την παλιανθρωπιά, το μεγαλείο και την μικρότητά μας»
Λουκάς Αναγνωστόπουλος
Ποια εποχή μου πάει καλύτερα; Αν όχι τα χρόνια που φόραγες νυχτικό, με μια λάμπα ασετιλίνης στο κεφάλι να προσέχει τα οικονομικά εξάμηνα στον απόηχο κραιπάλης. Με οικονομίες στο ρεύμα, στις αγκαλιές και στους γκόμενους. Ποια εποχή πάει καλύτερα, αν όχι, τότε που οι γέροι βγαίναν με λερωμένη φανέλα να κάψουν τα ξερά απωθημένα του εφάπαξ ντάλα μεσημέρι. Ανεμοστρόβιλοι παρέσυραν το μένος παλιανθρώπων στο πατάρι της κακοήθειας. Τα ταμεία των επόμενων γενεών αδειάζουν άπατα. Καίγονταν κατάρες μαζί και το δάσος της μεγέθυνσης, για να επιζήσει απ’ το ολοκαύτωμα -ένα και μοναδικό- το δέντρο συρρίκνωσης.
Τότε, ήρθε η λιτότητα και οι διωγμοί της τρύπιας δεκάρας. Όσοι είχαν σπίτια τα πούλησαν για ένα παγκάκι άστεγο στην πλατεία Κάνιγγος και οδό Τζώρτζ. Όσοι δανείζονταν μία οκά γης, την κάψαν στάρι στο φεύγα ενοικίου. Τα οικόσιτα ζώα μεταναστέψαν σε προσφυγικές ροές. Η συναλλαγματική ροή πήγε περίπατο μαζί και τα πανάκριβα βαρέλια πετρελαίου. Ήρθε το μεγάλο σταγονόμετρο σε όλα. Η οικονομία στο ρεύμα, στις αγκαλιές, σε κακούς εραστές, όπως τους αποκαλούσε η γεροντοκόρη διευθυντού τραπέζης. Το «όλα βαίνουν χρυσά» του οικονομολόγου Λουκά, ήταν παραίσθηση ορτανσίας στο τσιμεντένιο κράσπεδο.
Του ζήταγαν μάλιστα να στρώσει την εποχή με πλακάκια οικονομετρίας, θρηνώντας τους λιγότερο νεκρούς μ’ ένα εκτροχιασμένο ισολογισμό. Ο Λουκάς άθελά του θα πλησίαζε κοντά στην ανάμνηση με τα πιο πνιγηρά γέλια να σχηματίζουν φανάρι μιας ισχυρής συνείδησης προδοσίας. Κι η κωφή παράσταση της πρόνοιας έληξε με την επίθεση στο πιο ειρηνικό σημείο του χάρτη. Ήταν το City, η αγορά συναλλάγματος του Λονδίνου. Κράτος εν κράτη ή παρακράτος με πατερίτσες από ανακυκλωμένα χαρτονομίσματα. Έκτοτε, οι εποχές μπερδεύουν τα ίδια τα άνθη.
Πότε είναι να ανθίσουν λάθη δεν ξέρουν να απαντήσουν χωρίς έναν μακρύ κατάλογο ισοτιμίας. Γελούν κυμαινόμενα αποκαλύπτοντας τα καπνισμένα δόντια του τραπεζίτη. Ένα χαλασμένο δόντι κρύβεται κάτω από μαξιλάρι νεκρού. Όταν αδικείται χωρίς καμία ευχή να πραγματοποιηθεί στα εγκόσμια, του κλείνουν τα μάτια για να χει να πληρώσει τον βαρκάρη με μία φαρμακερή σάπια δαγκωνιά στην παλάμη του κουπιού. Αφού ο φτωχός είχε προσευχηθεί πλειστάκις να επιστρέψει με σφραγίσματα στο στόμα της ζωής, για να αντικρύσει άφωνος τον θάνατο που τελικά εξαπατήθηκε…
*Το άρθρο και η εικόνα της ανάρτησης αναδημοσιεύονται από εδώ: https://exitirion.wordpress.com/2021/11/24/kassandra-alogoskoyfi-prose/?fbclid=IwAR0tNtAezho4fJNIMQSovo7QsS696Ts3yy_PIKi798NvJG_mNuXkppzYDj4