Μακριά στο παλιό προάστιο
δεν υπάρχει μελαγχολία.
Εκεί ζουν τα κουρέλια, μια ζωή ευγενική
χρυσωμένη απ’ τον ήλιο. Κι ας είναι έτσι.
Με χτύπησαν. Μόνο σ’ εσένα, νεαρέ
θα μπορούσα να πω ότι καμία, καμιά σημασία δεν έχει.
Αλλά το λέω σε μια αντανάκλαση φωτός
που μ’ ακολουθεί, μ’ ακολουθεί στο πεθαμένο νερό.
Υπάρχει ακόμα στον κόσμο ομορφιά;
Ω, δεν εννοώ τα ωραία χαρακτηριστικά.
Αλλά τον νεαρό εκείνο στο σταθμό γεμάτο από έξαψη
με τα μάτια στραμμένα σε μακρινές ακτές.
Βασανισμένος απ’ τη ζωή
ζω μέσα της μακάριος και διαλυμένος.
Τον πόνο της αγάπης μου αποδέχομαι
περισσότερο απ’ το να γιατρέψω την πληγή.
Μόνο του στην κλειστή λίμνη, χωρίς άνεμο
το καράβι μου ταξιδεύει, διαρκώς στο τώρα.
Ασάλευτα τα λουλούδια κάτω απ’ τις γέφυρες. Νιώθω
τη θλίψη μου να φουντώνει πάλι.
Χαρούμενο ήταν το σπίτι μου σήμερα.
Σκυλιά νεαρά και όμορφα το κατέλαβαν.
Τα έκαναν όλα άνω-κάτω
κι άφησαν πίσω τους την πιο όμορφη εικόνα.
Στη βαθιά νύχτα
σβήνουν τ’ αστέρια.
Θλίψη με πλημμυρίζει:
μια αγάπη για όμορφα πράγματα.
Ας πήγαινα κι εγώ σαν κουρελής. Ας ήμουν
κι εγώ είκοσι χρονών. Ας ήμουν
γλυκός όπως εσύ…
Η θάλασσα είναι όλη γαλανή.
Η θάλασσα είναι πέρα για πέρα ήρεμη.
Στην καρδιά, τώρα πια, είναι μια κραυγή
χαράς. Κι όλα είναι ήρεμα.
Η βενετσιάνικη πλατειούλα
παλιά και μελαγχολική, δέχεται
τη μυρωδιά της θάλασσας. Και πτήσεις
περιστεριών. Μα μένει
στη μνήμη –και μαγεύει
το φως– η πτήση
του νεαρού ποδηλάτη
που στρέφεται στον φίλο με πνοή
μελωδική: «Πας μόνος;»
Δεν βλέπεις ότι στη Ρώμη οι γάτοι κοιμούνται ανά δύο;
Μονότονη είναι η ζωή μου, όταν καίει
ένας ήρεμος ήλιος στις πράσινες γρίλιες.
Γίνεται βλέμμα ενδοτικό, τρυφερή ανώνυμη
αγάπη, ποίημα τεσσάρων στίχων.
*Μετάφραση: Σπύρος Θεριανός.
**Έκδοση “Ναρκοπέδιο”, στη σειρά των Οκτασέλιδων.