Ο Θαλασσοπόρος
Μας μιλούσε για μπορντέλα κάθε λογής
που περιηγήθηκε σαν ναυτικός
στο Άμστερνταμ και στο Βερολίνο
και σε μέρη άλλα εξωτικά.
Παρακολουθώντας το βλέμμα του
το καταλάβαινες, ήταν σα να βίωνε ξανά
ολοζώντανη την εμπειρία
από τα βρωμερά σπίτια που είχε επισκεφτεί.
Κάποια στιγμή
η κουβέντα του έφτασε και στα εδώ του ταπεινού
αυτού οίκου.
Ξαφνικά, για τη Βερόνικα ρώτησε·
και μάθαμε πως από καιρό είχε αλλάξει στέκι.
Κι έτσι, σιγά σιγά
με άδεια χέρια
αποχωρήσαμε όλοι σκεφτικοί.
*
Τα Δώρα
Σαν ένας ικέτης που αναζητούσε το θαύμα –
δεν ήταν λίγες οι φορές
που στην τσέπη του παντελονιού μου είχα κρυμμένο
ένα λουλούδι που πριν το προσφέρω μαραίνονταν.
Ή σε μια φτηνή σακούλα νάιλον μετέφερα τυλιγμένα
λίγα κομμάτια γαλακτομπούρεκο.
Ή πάλι, κάποτε είχα κρυμμένη στο τσαντάκι μου
μια σοκολάτα.
Ήταν τα δικά μου τίμια δώρα
σαν το Χρυσό το Λιβάνι και τη Σμύρνα
στις αμαρτωλές αγίες πόρνες.
Δεν ξέρω αν συγκινήθηκε ποτέ καμιά τους,
κι ούτε με νοιάζει.
*
Κλώντια ή Λεσβία
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η εποχή
ούτε τον μήνα ή την ημέρα.
Με πήρε από το χέρι και με έβγαλε από τη
μέριμνα του χρόνου.
Άγγιξα το απαλό της δέρμα, τις τρυφερές αυλακώσεις
απ’ τις ρυτίδες του προσώπου της.
Γεύτηκα ως το μεδούλι την ώριμη ομορφιά της.
Απήγγειλα στίχους για χάρη της
περπατώντας ανάμεσα στους στρατοκόπους της νύχτας.
Κι όσο στο βούρκο κυλιότανε η σάρκα της
τόσο πιο αγνή φάνταζε στα δικά μου μάτια.
Και τώρα που το χλιμίντρισμα στα σκέλια δεν λέει να κοπάσει
ακόμα την αναζητώ, στα μπουρδέλα της οδού Λιοσίων
στη Φυλής έως το Μεταξουργείο.
Κλώντια έλεγαν είναι το πραγματικό της όνομα
μα εγώ την ήξερα ως Λεσβία.
*
Το Ψοφίμι
«Ψόφια, ψόφια!» μου φώναξε
ο νεαρός φανερά ενοχλημένος
και με πέρασε ξυστά καθώς έκανα
να διαβώ το κατώφλι του χαμαιτυπείου.
Ανέβηκα την στριφογυριστή σκάλα
και κοντοστάθηκα στο χωλ.
Ήξερα πως η κοπέλα ήταν Ελληνίδα.
Tην είχα σταμπάρει λίγες μέρες πριν.
Παρέμεινα λίγο σκεφτικός μιας και το ρίσκο
να φολιαστώ ήταν υψηλό.
Η ίδια όταν βγήκε και σαλονάρισε
έδειξε πολύ βαριεστημένη.
Παρά τις καύλες της στιγμής παραμέρισα.
Κατέβηκα στα βιβλιοπωλεία στο κέντρο της Αθήνας
και έχοντας διασώσει το μπλε παράβολο
αγόρασα τα Λόγια Της Πλώρης του Καρκαβίτσα
που από καιρό ήθελα να διαβάσω.
Το ταγκαλάκι όμως εκεί να επιμένει. Ανένδοτο.
Μετά από τρεις μέρες υπέκυψα στον πειρασμό
και επέστρεψα στον γνώριμο οικίσκο.
Τελικά ρίσκαρα. Τί το ‘θελα;
Με τόσο κρύα κι απρόθυμη τάνα
δεν θυμάμαι να ξαναπήγα στη ζωή μου.
Ένα ζωντανό περιφερόμενο πτώμα.
Ωστόσο, δεν με πείραξε διόλου.
Η ωραία η γλώσσα η ελληνική
με είχε τόσο αποζημιώσει.
*
Λαϊκό Προσκύνημα
Κατηφορίζοντας την οδό Χωματιανού
και λίγο πιο πέρα προς της Λιοσίων τα πέριξ
ολοταχώς κατευθυνόμουν προς τη μιλφάρα Βικτώρια.
Φρόντιζα πάντα να ’χω μαζί μου ένα γλυκάκι να τη φιλέψω.
Αν κι η Βικτώρια δεν χαμπάριαζε από τέτοιου είδους
φιλοδωρήματα.
Ήταν έτσι κι αλλιώς φουλαριστή στο πρόγραμμά της.
Στις ανάγκες του πελάτη με αυταπάρνηση δοσμένη.
Έπεσε σήμα γρήγορα για την περίπτωσή της.
Στο πορνείο που δούλευε λαοθάλασσα προσέλευσε.
Κι υπήρχαν φορές που γινότανε γι’αυτήν λαϊκό προσκύνημα.
Το πράγμα όμως ξέφυγε απ’ τον έλεγχο
μετά από κάμποσο καιρό, κι όπως αποδείχτηκε
οι ανάρπαστες υπηρεσίες της
ξέφυγαν πολύ απ’ το όριο στα θέματα υγιεινής.
Κάποια στιγμή μάλιστα βγήκε η φήμη
πως η Βικτώρια για τα λεφτά
θα γλωσσοφίλαγε και αρουραίο.
Για αυτό κι εγώ μόλις το αντιλήφθηκα
της έβαλα Χ και δεν ξαναπάτησα ποτέ
στο άθλιο τσαρδί της.
*
Η Αιώνια Μπουρδελότσαρκα
Ακόμα θυμάμαι όταν αντίκρυσα για πρώτη φορά
τη Ρωσίδα Ντιάνα το πάλαι ποτέ
ξακουστό ντέλο κομοδίνο της Διδύμου.
Την ταραχή μου και το ηδονικό τρέμουλο
που μ’ έπιασε σύγκορμο
μπροστά στη θέα με τις ατέλειωτες καλλίγραμες ποδάρες
τον θεσπέσιο κώλο, τουρλωτό κι ωθούμενο από τα πορνοτάκουνα
το μαύρο πρόστυχο δαντελωτό στριγκάκι, την αλαβάστρινη
επιδερμίδα
και το γεμάτο υποσχέσεις έκφυλό της βλέμμα.
Οι οικονομίες μου ίσα ίσα που έφταναν.
Ένα εικοσάευρo είχα όλο κι όλο κι ήμουν σε αναμονή
να μπει τις επόμενες μέρες το επίδομα ανεργίας.
Σχεδόν τροχάδην διαβήκαμε ο φίλος μου κι εγώ
την Αχαρνών να βρούμε το πρώτο υποκατάστημα της Εθνικής.
Επιστρέψαμε στον οίκο λαχανιασμένοι.
Όπως καθόμασταν στο χωλ κι είχαμε πάρει τις ανάσες μας
μη μπορώντας να αποφασίσω ρώτησα το φίλο μου με νευρικότητα
Να μπω ή να μη μπω;
Κι αυτός τότε με ήρεμη φωνή
μου απάντησε «Μη βιάζεσαι, αιωνίως
εδώ θα είμαστε κι εμείς κι αυτές».
Τι κι αν τα λόγια του αντηχούσαν για καιρό μέσα μου
πότε σαν ευχή και πότε σαν κατάρα.
Το είχα νιώσει τότε παίρνοντας το μονοπάτι
της επιστροφής.
Μυστικά όλοι οι δρόμοι εκεί να με οδηγούν.
Στην αιώνια μπουρδελότσαρκα.
*
Η Ρωσίδα Ντιάνα
Εκείνο το απόγευμα
είπα να περάσω στο δωμάτιο εκ νέου με τη Ρωσίδα Ντιάνα
το ξακουστό έπιπλο της οδού Διδύμου.
Πλην όμως εκπάγλου καλλονής.
Αφού ήταν φόλα ολκής
της έμεναν λίγα ακόμα ψωμιά στην πιάτσα.
Ήταν λοιπόν μια από τις τελευταίες ευκαιρίες
που είχα να την ξαναχαρώ.
Πάντα πίστευα για τον αγοραίο έρωτα
πως όταν σου αρέσει πάρα πολύ μια γκόμενα
οφείλεις να δίνεις δίχως να περιμένεις πάντα ανταπόδοση.
Τα Ελληνικά της Ντιάνας δεν ήταν καλά
κι εκεί επάνω στου κάλπικου έρωτα τις απαιτήσεις
και τις προσταγές δεν κατάλαβε αυτό που τις ζήτησα.
Της μίλησα απότομα. Και τα χαλάσαμε.
Θύμωσε μαζί μου, σηκώθηκε γρήγορα
και βγήκε φουριόζα απ’ το δωμάτιο
κλείνοντας με δύναμη πίσω της την πόρτα.
Άρχισα κι εγώ να ντύνομαι σιγά σιγά
καταλαβαίνοντας το λάθος μου
όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει ξανά.
Ήταν η Ντιάνα η οποία προς έκπληξή μου
άφησε ένα εικοσάευρο στο κομοδίνο επιδεικτικά
σαν να απαιτούσε το σεβασμό μου
κι έφυγε.
Έκτοτε δεν την ξαναείδα.
*
Ζωσιμάς
Τους σπόρους του κόπου μου, έμελλε
να φυτέψω εδώ·
πάνω στην καυτή άσφαλτο.
Ψάχνοντας απεγνωσμένα στους παρηκμασμένους οικίσκους
μέσα σε αυτή την ανυπόφορη ζέστη.
Έχοντας για μόνα εφόδια στο σακίδιό μου
ένα σακουλάκι ξηρούς καρπούς
κι ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερό
που του απόμειναν λίγες μόνο σταγόνες.
Οι πατούσες μου έχουν κάνει φουσκάλες απ’ την πολύωρη
πεζοπορία
κι ο ήλιος του καλοκαιριού ξεφεύγει από το γείσο του καπέλου
χτυπώντας με στο κούτελο ανελέητα.
Την είδα. Είμαι σίγουρος. Το θυμάμαι καλά.
Σαν μια σκιά ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου
που έτρεχε τρομαγμένη να κρυφτεί.
Μα όσα χαμαιτυπεία κι αν έψαξα εκείνη τη μέρα
κανείς δεν γνώριζε να μου πει
ποιο είναι τ’ όνομά της. Ή αν έφυγε απ’ την περιοχή.
Όταν ήρθε το βράδυ
κάθισα σ’ ένα παγκάκι της πλατείας αποκαμωμένος.
Λυπημένος καθώς ήμουν κοίταξα στον ουρανό.
Άξαφνα γύρισα το βλέμμα μου και νάτη,
μέσα στης πόλης την αδιαφανή νύχτα την είδα ξανά.
Έκανα να σηκωθώ όμως τα πόδια μου
δεν με κρατούσαν πια.
*Στη σειρά Ναρκοπέδιο – Οκτασέλιδο
Αριθμός έκδοσης III
Υπεύθυνος έκδοσης: Στράτος Κοσσιώρης
**Φωτογραφία εξωφύλλου: Jen Theodore
Μνήμες ξυπνήσατε ! Η περιγραφή σας εξονυχιστική, ψυχογραφώντας , τον αναγνώστη θλιβερά αδειάζει, απεικονίζοντας το εξευτελιστικό μαρτύριο ανδρών, γυναικών ( στον εξευτελισμό των γυναικών, βέβαια, προστίθεται, βαρύνοντας κατά πολύ το μαρτύριό τους , ο εθελούσιος βιασμός, ο οποίος βαραίνει και τις νόμιμες μητέρες μας, συζύγους, αδελφές μας ), μέσα στο εκμεταλλευτικό – πατριαρχικό – πολιτισμένο ψυχών μακέλεμα.
Μνήμες ξυπνήσατε ! Η περιγραφή σας εξονυχιστική, ψυχογραφώντας , τον αναγνώστη θλιβερά αδειάζει, απεικονίζοντας το εξευτελιστικό μαρτύριο ανδρών, γυναικών ( στον εξευτελισμό των γυναικών, βέβαια, προστίθεται, βαρύνοντας κατά πολύ το μαρτύριό τους , ο εθελούσιος βιασμός, ο οποίος βαραίνει και τις νόμιμες ( κοινωνικά αποδεκτές ) μητέρες μας, συζύγους, αδελφές μας ), μέσα στο εκμεταλλευτικό – πατριαρχικό – πολιτισμένο ψυχών μακέλεμα.
Μνήμες ξυπνήσατε ! Η περιγραφή σας εξονυχιστική, ψυχογραφώντας , τον αναγνώστη θλιβερά αδειάζει, απεικονίζοντας το εξευτελιστικό μαρτύριο ανδρών, γυναικών ( στον εξευτελισμό των γυναικών, βέβαια, προστίθεται, βαρύνοντας κατά πολύ το μαρτύριό τους , ο εθελούσιος βιασμός, ο οποίος βαραίνει, συντρίβοντας, και τις νόμιμες ( κοινωνικά αποδεκτές ) μητέρες μας, συζύγους, αδελφές μας ), μέσα στο εκμεταλλευτικό – πατριαρχικό – πολιτισμένο ψυχών μακέλεμα.