Βράδυ Σαββάτου διαβάζοντας,
το πορτατίφ φέγγει από μέσα κοντά στο μπαλκόνι.
Το πνεύμα ερεθίζεται όταν ασκείται.
Ιδρωμένος κοιτώ στον καθρέφτη το σώμα μου,
τα μαλλιά, τα μάτια.
Τα χέρια αγγίζουν παλμικά και οι μορφασμοί
εικόνες που σφύζουν.
Απολαμβάνω την ανήσυχη ησυχία του κορμιού,
του σπιτιού,
θηρεύοντας άπεφθο της στιγμής μυστήριο.
Μεθώντας παραδίδομαι στων σιωπών τις άρπες.
Με την δροσιά του νερού το σφρίγος χαίρομαι.
Ηδονή οικουμενική ψελλίζει φθόγγους πρωτάκουστους,
στους βρυχηθμούς της νύχτας που νήνεμη ειρωνεύεται.
Να μοιραστώ την χαρά της ύπαρξης,
του σύμπαντος το δέος!
Τα αποθέματά μου σωτήρια. Φενάκη!
Της μοναξιάς η ευωχία συνδαιτυμόνες ποθεί.