Είχαμε πιεί…
Σούρουπο σ’ ένα καφενείο “της κακιάς ώρας”
-όπως θα το ‘ λέγαν κάποιοι.
Μιλούσαμε.
Κουβέντες…κουβέντες…
“η μάνα σου που ‘ φύγε νωρίς,
τα μαθηματικά που μισούσες,
εγώ…που ήρθα αργά στη ζωή σου”
Κι όλο βράδιαζε…
Πέρασε ένα κορίτσι από μπροστά μας.
Νέο… ανάλαφρο.
Πέρασε μια γάτα
βαριά… ετοιμόγεννη.
Κι ήμασταν και μεις.
Ξυλόγλυπτα περιστέρια σε λαϊκό άμβωνα.
Να ταΐζει ο ένας του άλλου το στόμα αλκοολούχα φιλιά.
Με το τίποτα χορτάτοι.