ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ Η ΩΡΑ
Τα σπίτια στοίχειωσαν
Με άσπρα νυχτικά.
Κανένα δεν είν’ άσπρο
Μήτε κόκκινο με πράσινες ρίγες
Μήτε πράσινο με κίτρινες ρίγες
Μήτε κίτρινο με θαλασσιές ρίγες.
Κανένα δεν σαστίζει
Με δαντελένιες κάλτσες
και ζώνες υφαντές.
Οι άνθρωποι δεν πρόκειται να ονειρευτούν
πιθήκους και πανσέδες.
Μονάχα εδώ κι εκεί κάποιος γεροναύτης
που κοιμάται μεθυσμένος με τις μπότες του
πιάνει τίγρεις
με κόκκινο καιρό.
*Μετάφραση: Γιάννης Σταθάτος.
LEBENSWEISHEIT SPIELEREI
Ολοένα και πιο αδύναμο το ηλιόφως πέφτει
Το απόγευμα. Οι περήφανοι και οι δυνατοί
Έχουν αποχωρήσει.
Εκείνοι που απόμειναν είναι οι ανεκπλήρωτοι
Οι εν τέλει άνθρωποι,
Εγκάτοικοι μιας μειούμενης σφαίρας.
Η ένδειά τους είναι μια ένδεια
Μια έναστρη ωχρότητα επικρεμάμενη απ’ τις κλωστές.
Κομμάτι κομμάτι, η φτώχεια
Του φθινοπωρινού χώρου μετατρέπεται
Σε βλέμμα, σε δυο λόγια αρθρωμένα.
Κάθε πρόσωπο μας συγκινεί εξ ολοκλήρου
Με αυτό που είναι και όπως είναι,
Στο ληγμένο μεγαλείο του αφανισμού.
*Μετάφραση: Πέτρος Γκολίτσης.