ΦΥΓΟΣΤΡΑΤΟΣ
Το πρωτόγνωρο χάδι τής μοναξιάς
στο χνουδωτό μάγουλο. Κάποτε.
Είδαμε την αντιλόπη τής μοναξιάς σου
στο άλμα της να χάνεται. Τώρα,
στέκει μαβί ένα σύννεφο
απορία παιδιού ή πίκρα ενός άντρα.
Έφυγες. Είπες μακριά θα πας. Και πήγες.
Ταξιδεύεις. Και η μαρμάρινη σκάλα
στη σκόνη της έχει κρύψει τα ίχνη τού Τελευταίου.
Τα κάγκελα πεσμένα, τα χρώματα του κήπου
εξαϋλωμένα ― και το λιονταρίσιο στόμα
που δάγκωνε στην ξύλινη πόρτα το χτύπημα
του Ερχόμενου, τώρα ένα ρόπτρο βουβό.
Πού είσαι; Να αναστήσεις την παιδική εκείνη κούκλα
που μες στην αγριάδα και την τσουκνίδα πέταξαν
― πού είσαι, να βρείς το φυλαχτό από τη μάνα σου
που ανάμεσα σε θρύψαλα ακροκεράμων το ’θαψαν.
Πού είσαι, να ανταμώσεις το πιστό σκυλί, που περιμένει;
Ταξιδεύεις. Πάντα για κάπου αλλού. Και η δική μας η ζωή
άτεχνα αν θα διορθωθεί σε μιας αστραπής τη λάμψη.
Ταξιδεύεις. Ταξιδεύεις όλο και πιο μακριά κι επάνω
στης ώχρας τη φθορά παίρνει το σχήμα της η απουσία σου.
Μα, κι αν κάποια φορά γυρίσεις
ποιος, τάχα, θα μπορέσει
της καρδιάς σου το κόκκινο αίνιγμα να λύσει;
Κάποτε, μέσα σε θρήνους θα θριαμβεύσεις ―
Ο ΙΑΜΟΣ
Ο Ίαμος
μοναχικός ένας περιηγητής αυτός
και μαντεύει ― δεν είναι ο Ναζωραίος
μα έχει απ’ τις πληγές του
και η ομορφιά του απερίγραπτη
και το κορμί του
σ’ έναν χορό αδιάκοπο
ανάμεσά μας.
Τι να μηνάει τάχα η χειρονομία του αυτή;
Τόσες κινήσεις δυσερμήνευτες, ανεξήγητα νεύματα
(να μας μηνάει καλό;
να μας μηνάει κακό;)
και όπως τα όνειρά μας χρωματισμένος.
Χορεύει ανάμεσά μας. Μια παντομίμα.
Αύριο, όμως, θα είναι αλλού.
Γιατί δεν είν’ ολοδικός μας.
Ο Ίαμος, ο γιος των μενεξέδων,
ταξιδεύει προφητεύοντας για όλους.
*Από τη συλλογή “Δύο Κύκλοι Ποιημάτων (1972-1984)”, 1984.