xx.
μου ζήτησες να ’ρθώ: έβρεχε λίγο,
και η άνοιξη’ μια αδέξια λαμπρότητα του αέρα
έξοχα σκόνταφτε πάνω από την πλατεία,
μικροί γυρίνοι-ερωτευμένοι άνθρωποι αναδεύονταν
από βραδύγλωσσα μαργαριτάρια χτυπημένοι,
φύλλα που σείονταν
στη σειόμενη ευωδιά του καινούριου
—κι έπειτα. Άρεσε στα τρελά μου δάχτυλα το φόρεμά σου
….το φιλί σου, το φιλί σου ήταν ένα διακριτό εύθρυπτο
άνθος,
και η σάρκα τραγανή έφερε
του έρωτα το δόντι μου στα όρια. Έτσι ως την αυγή
έχοντας ο ένας τον άλλο υποσχεθήκαμε να ξεχάσουμε—
γιατί δεν απομένει τίποτα να μαντέψουμε:
τους φτηνούς έξυπνους μηρούς, τους ηλεκτρικούς κοινότοπους
μηρούς’ τα μαλλιά βλακωδώς ανεκτίμητα.
xxii
ολότελα έχω χάσει τα μυαλά μου και το διασκεδάζω ενδεχομένως εξαιτίας
.του δειλινού κι αν
ίσως ονει-ρικό Είναι(όχι-
εντελώς τα δέντρα ν’ αγκαλιάζουν με την έξαψη,
συνεκτικό φως
)μόνο για να εντοπίσω με
άκαμπτα αργά αλαλάζοντα μάτια πέρα από το
κούμπωμα των πραγμάτων τον άγρυπνο πρόθυμο μύθο
του σώματος,που παραδόξως θα κορδώσει
το οκνηρό ανεκτίμητο χαμόγελό μου,
ώσπου
αυτό το τόσο ασθενικό πελώριο άστρο(μήπως το
βλέπεις;)κι αυτό θα χορέψει επάνω στη γυμνή
και έσχατη σιωπή και το δειλό
(μόλις σ’ αγγίζω)και λάγνο φεγγάρι
θα βυθιστεί επιδέξια στον λόφο.
*Από το βιβλίο “λοιπόν ας φιληθούμε – ερωτικά ποιήματα” Εκδόσεις Πατάκη, 2η έκδοση, 2010. Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός – Γιάννης Δούκας.