ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Διασχίζαμε παγωμένους αγρούς μ’ ένα τρένο το χάραμα
Ένα κόκκινο φτερό αναδύθηκε στο σκοτάδι.
Και ξαφνικά ένας λαγός πετάχτηκε στο δρόμο.
Ένας από μας τον έδειξε με το χέρι του.
Πάει καιρός από τότε. Σήμερα κανένας τους δε ζει,
ούτε ο λαγός ούτε ο άνθρωπος που έκανε τη χειρονομία.
Ω αγάπη μου, που είναι, που πηγαίνουν
Η αναλαμπή ενός χεριού, η αστραπιαία κίνηση, το μουρμουρητό των χαλικιών.
Δε ρωτάω από λύπη, αλλά με απορία.
Βίλνα, 1936
ΦΟΒΟΣ
«Πατέρα, πού είσαι; Το δάσος είναι άγριο,
Υπάρχουν πλάσματα εδώ, ot θάμνοι σαλεύουν.
Οι ορχιδέες σκορπίζουν δηλητηριώδη φωτιά,
Ύπουλες παγίδες καραδοκούν κάτω απ’ τα πόδια μας.
«Πού είσαι, πατέρα·, Η νύχτα δεν έχει τέλος.
Από δω και πέρα το σκοτάδι θα κρατήσει για πάντα.
Οι ταξιδιώτες είναι άστεγοι, θα πεθάνουν από πάνα,
Το ψωμί μας άναι πικρό και σκληρό σαν πέτρα.
«Η καυτή ανάσα του φοβερού θηρίου
Πλησιάζει, όλο πλησιάζει, ξερνάει την μπόχα του.
Πού έχεις πάει, Πατέρα; Γιατί δεν ελεάς
Τα παιδιά σου που έχουν χαθά σ’ αυτό το σκοτεινό δάσος;»
Βαρσοβία, 1943
Reblogged this on Manolis.