Φιλότης
Σαν νερό
κυλούν
οι λέξεις
στις χούφτες μου
εκ γενετής,
δραγμός∙
ποτέ δεν έχασα
το αντανακλαστικό
της ποίησης
και
Νείκος
Χωράει η σκέψη μου
μέσα στα κρυμμένα μάτια
σπέρνει κι ανθίζει με μιας
στο ποτήρι μου η ανγκοστούρα
χίλιες ιστορίες
για το στήθος της λεγάμενης
που πνίγηκε στον στενό κορσέ της
δέκα σταυρωτά μπρος
και πίσω∙
η απογύμνωση κι αυτή σταυροβελονιά
όσο εκείνος κλέβει στιχάκια
βγαλμένα από τη νυχτερινή λίμπιντο
σημειώνοντας στα χάρτινα σουβέρ
λύρες ολόχρυσες σκαλισμένες με νυχτέρια
ιτιές να κλαίνε πιο περήφανες
και από τις λουλουδιασμένες
πάνω σε νεραϊδόπληκτες πηγές
κι όλο τον κόσμο της
ζωγραφιά που τρέλανε τον άτυχο
τον σερβιτόρο
όταν τον ξεμονάχιασε στην άδεια αποθήκη
/λιμασμένη καρδιά
από ατόφιο ρούμι
που ερωτεύτηκε αγαπώντας τάχα
και παρίστανε τη
νυχτόβια πεταλούδα
σε λίγο στα χέρια μου πεθαίνει
βιβλίο καμένο στη φωτιά
του κόσμου
κι όμως καμαρώνω
Μύχιο ύφος από λέξεις αδρές, με γάρμπο μεταφέρει χρησμό μύχιο, αχνισμένο από τα μύχια πηγής αιμορροούσης.
Ούσα ποθητή σας καμαρώνω.