[σύρεται ανάσα λύκοι — γυαλίζει κλεφτοφάναρο’
όψη θολή όταν κηρύξει φόβος:]
Ήλιος εδώ δεν άγρυπνά’ φωτίζουμε από τ’ άστρα
ρίχνεται η νύχτα θάνατος επάνω στα κοπάδια
τρέμει το φύλλο βέλασμα βαθιά στα μαντρωμένα
ζώνουν πληγές των χωρικών την ύπουλη γαλήνη
και μπλέκονται οι νεκροί φωνή στο ουρλιαχτό τους
έτσι π’ αγρίμι και άνθρωπος μοιράζονται ίδια χνώτα
[κουρνιάζει αυγή στη φυλλωσιά, βρύα σφουγγίζουν
πλάκες — παίρνει το πράσινο η αυλή, παύει
δροσιά τους ίσκιους:]
Πόλη σωθικό
πουλί και μαύρο ασήμι,
λυμαίνεται πορφύρα ο ουρανός
— να κόβει το μυαλό: δώδεκα
στέγες Krupp με τις χρυσές σαΐτες
[ύπνος από ταραχή, ψυχή στο μαξιλάρι-
μετρούσα, λέει, συγχωριανούς
με τα ονόματά τους: τους ζωντανούς
περίπου εκατό- ύστερα,
με φθόνο αυτούς
που πιάσανε καταφυγή στο χώμα:]
Krupp εργοστάσιο, Krupp
με τις χρυσές σαΐτες, σαπίζουν
στη σειρά φίλεργα χέρια
και ακούγονται ρίζες
εφιαλτικά: Grieche, Turke, Fremder.
*“Καγκελάρης”, Εκδόσεις “Κοβάλτιο”, Μάιος 2020.