
VII
Πεθαίνουμε, πεθαίνουμε, τώρα τό μόνο πού μας μένει
είναι τό θάνατο ν’ άποζητοΰμε, καί τό πλοίο τοΰ θανάτου
νά ετοιμάσουμε, νά συνοδεύσει τήν ψυχή στό πιό μακρύ ταξίδι.
Ένα μικρό καράβι, μέ τά κουπιά του καί τά τρόφιμα
μέ λίγα πιάτα κι δλα τά εφόδια
έτοιμο καί ταιριαστό γιά τήν ψυχή πού φεύγει.
Ρίξτε στή θάλασσα τό μικρό καράβι,
τώρα πού τό κορμί πεθαίνει κι ή ψυχή άναχωρεί
ρίξτε τήν τρυφερή ψυχή στό εΰθραστο πλοιάριο τοΰ θάρρους,
τήν κιβωτό τής πίστης μέ τά σκεύη καί τίς προμήθειες τροφίμων
καί τήν άλλαξιά των ρούχων,
ρίξτε την πάνω στην πλημμύρα τής μαύρης έρημιάς
πάνω στά ΰδατα τής συντέλειας
πάνω στό πέλαγος τοΰ θανάτου, δπου άρμενίζουμε
στά σκοτεινά ακόμα, αδυνατώντας νά κυβερνήσουμε
τό πλοίο, καί μή βρίσκοντας λιμάνι.
Λιμάνι δέν υπάρχει, προορισμό δέν έχει
μονάχα τό κατάμαυρο σκοτάδι πού βαθαίνει
πιό μαϋρο πάνω στή σιωπή, γαλήνια πλημμύρα σκότους
σ’ αρμονία μ’ άλλο σκότος, πάνω – κάτω
καί πλαγίως εντελώς σκοτάδι, έτσι ρότα πιά δέν υπάρχει
καί τό καραβάκι ειν’ έκεΐ· μά έκείνη έχει φύγει.
Δέν τή βλέπεις, δέν ύπάρχει κάτι απ’ αύτήν νά δεις.
Έφυγε έκείνη ! έχει φύγει ! κι δμως
κάπου έκεΐ υπάρχει.
Πουθενά!
*Από τη δίγλωσση έκδοση “Το Πλοίο του Θανάτου”, Εκδόσεις Θράκα, 2015. Μετάφραση: Κώστας Λάνταβος.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.