Μετά την αιμοκάθαρση
κάθεται κουρασμένη,
με το χυμό, το κρύο σάντουιτς,
με το τσαλακωμένο το σακάκι της.
Το σαράκι της,
τα ταξίδια που δεν πήγε.
Κι, όμως, εδώ, είδε
πολλά:
τον Πολύφημο (στο διπλανό κρεβάτι]
να της κλείνει το μάτι. Τον Ελπήνορα.
Του θαλάμου τα σύνορα
να διαστέλλονται σε σύμπαν. Ήταν
τ’ άσπρα σεντόνια γαλαξίες,
οι μάσκες οξυγόνου δορυφόροι.
Και κάθε νοσοκόμα η κόρη
που δεν έκανε ποτέ.
Προχτές, καθώς το αίμα της περνούσε
απ’ το μηχάνημα, ράθυμα, είδε μια χώρα
φτιαγμένη από πλαστελίνη, που πλάθεις τη γαλήνη,
όπου, όπως, κι όσο θες εσύ.
Στο μεταξύ,
ήρθε να την πάρει το ταξί.
Πάει και σήμερα -Αμήν.
*
Ώστε φτάσαμε εδώ
να έχεις χάσει τα λογικά σου.
Να μη μ’ αναγνωρίζεις,
τον τοίχο μελετάς –
ποιος ξέρει τι κοιτάς. Ακίνητος
στην επιφάνεια, μα δε με ξεγελάς.
Σε βλέπω που γυρίζεις
γύρω από τον άξονά σου –
μακρόστενη σβούρα δίχως ηρεμία.
«Παρακαλώ ησυχία»,
γράφει στην είσοδο, λες και το δωμάτιο
σε ειρωνεύεται. Μα κανείς δεν φαίνεται
να γελά. Εσύ, συγχυτικός και μπερδεμένος,
και (δυστυχώς, το νιώθω) φοβισμένος,
συνεχίζεις την περιστροφή.
Και ξέρω πως κάποια στιγμή,
η φυγόκεντρος μακριά θα σε πετάξει,
κι όποιος σε ψάξει
δε θα σε βρει.
*Από τη συλλογή “2017”, Εκδόσεις Κύφαντα, Δεκέμβριος 2019.