Δεν μπορώ να παίξω τα παιχνίδια της καρδιάς.
Δεν ξέρω την γύμνια του πατέρα των παιδιών μου.
Ούτε για δευτερόλεπτο υποπτεύομαι
Το Άσμα Ασμάτων να έχει βρώμικα νοήματα
Ό,τι χρειάζεται να πω, το βρίσκω σε ετοιμοπαράδοτες προτάσεις,
δεν χρησιμοποιώ την απόγνωση γιατί δεν είναι δική μου,
μου την εμπιστεύτηκαν μόνο για να διατηρούμαι σώα.
Ακόμα κι αν μου έκοβες το δρόμο,
Ακόμα κι αν ατένιζες βαθιά μες στα μάτια μου
θα σε προσπερνούσα δίπλα σε μιαν άβυσσο
να μας χωρίζει τρίχα.
Στα δεξιά είναι το σπίτι μου που το ξέρω τέλεια,
μ’ όλα τα σκαλίά του και την πόρτα που οδηγεί μέσα του
όπου συμβαίνουν πράγματα που δεν ζωγραφίστηκαν εδώ:
Μια γάτα πηδάει σ’ έναν πάγκο,
ο ήχος λαμποκοπάει σ’ ένα ταίγκινο βάζο,
και στο τραπέζι εκεί κάθεται ένας χοντροκόκαλος άνδρας
που επισκευάζει ένα ρολόι.
Είμαι πολύ κοντά του για να μ’ ονειρευτεί
δεν πετάω πάνω του, δεν φεύγω μακριά του
Κάτω απ’ τις ρίζες των δέντρων. Είμαι πολύ κοντά.
Το ψάρι στο δίχτυ δεν τραγουδάει με τη φωνή μου.
Το δαχτυλίδι δεν κυλάει μόνο του απ’ το δάχτυλό μου.
Είμαι πολύ κοντά. Ένα μεγάλο σπίτι είναι στις φλόγες
χωρίς εμένα να φωνάζω για βοήθεια.
Πολύ κοντά για μια καμπάνα να ακουστεί μες στα μαλλιά μου.
Πολύ κοντά για μένα να μπω σαν ένας καλεσμένος
που μπροστά του να αποσύρονται μόνοι τους οι τοίχοι στην άκρη.
Ούτε θα πεθάνω πάλι τόσο ελαφρά,
τόσο μακριά πέρ’ απ’ το κορμί μου, τόσο αθέλητα
όσο μια φορά πέθανα στ’ όνειρό του. Είμαι πολύ κοντά,
πολύ κοντά. Ακούω το σφύριγμα
και βλέπω το ακτινοβόλο όστρακο του λόγου του
βολεμένο στην αγκαλιά του.
Γι’ αυτήν μεγαλώνει μέσα του τώρα μια κοιλάδα
με κόκκινα φύλλα, κλεισμένη από ένα χιονοσκέπαατο βουνό
στο γαλάζιο αέρα τ’ ουρανού. Είμαι πολύ κοντά
για να πέσω γι’ αυτόν απ’ τον ουρανό. Η κραυγή μου
θα μπορούσε μόνο να τον ξυπνήσει. Φτωχό πλάσμα,
περιορισμένο στο δικό μου σχήμα.
Κι όμως ήμουνα κάποτε μια σημύδα, κι ήμουνα μια σαύρα
και θα μπορούσα να βγω έξω απ’ την ηλικία και το μετάξι μου,
ιριδίζοντας μες στα χρώματα απ’ τα δέρματά μου. Κι είχα
το δώρο να εξαφανίζομαι μπροστά σε κατάπληκτα μάτια
που είναι ο πλούτος των πλούτων. Είμαι κοντά,
πολύ κοντά γι’ αυτόν να με ονειρευτεί.
Γλιστράω το μπράτσο μου κάτω απ’ το κεφάλι του υπναρά,
ναρκωμένο, γεμάτο από σωρεμένες βελόνες.
Σε κάθε μύτη τους, συναθροισμένοι για μέτρημα,
κάθονται οι έκπτωτοι άγγελοι.
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Χτες Βράδυ”, τεύχος Σεπτέμβρη 1996. Δεν αναγράφεται μεταφραστής/στρια.
Reblogged this on agelikifotinou.