
Έγειρα να πάρω μια ανάσα, μάνα
στον κορμό σου που ακόμη αχνίζει.
Μικρές εστίες καπνού λικνίζονται
νωχελικά που και που
κάποιες αναλαμπές θυμούνται
να κοσμήσουνε την νύχτα.
Και στάχτη, στάχτη και αποκαΐδια
και κουφάρια, κουφάρια πολλά και κάρβουνο
η απόκοσμη αγκαλιά σου, μάνα,
και μαυρίλα, πολύ μαυρίλα απόψε, και σιωπή,
σιωπή, καμένη σιωπή, γαμημένη σιγή.
Το θρόισμά σου έπαψε
σίγησαν τα πλάσματά σου.
Σε πενθούνε μάνα,
και φοβούνται, φοβούνται πολύ
τον μικρό τον άνθρωπο,
το κτήνος.
8.8.2021