α
με ξύπνησε το φεγγάρι τραγουδώντας ένα σκοπό
και βρέθηκα στο σπίτι των γονιών μου
που το ποθούσα-μητέρα πατέρας- καβαλημένοι
και εγώ με την αναπνοή έξω απ το σώμα
ούτε ο ήλιος βγήκε την μέρα αυτή
γυμνή περπατούσα με πέλματα να πονούν
σε πισσαρισμένο δρόμο τέλος ξάπλωσα
και μια λαχτάρα με γραπώνει
β
Ο ήλιος καίει τις ρίζες
μακριά η ημερομηνία 401 π.χ
ο άνθρωπος γεννήθηκε με δυο πουλιά
ξερίζωσε το ένα
ελεύθερος αναζήτησε τα’ άλλα πουλιά
αυτά που πέταγαν αγαπούσε πιο πολύ
με χειρονομίες με πήρε ένα απ’ αυτά
και μ’ έβγαλε απ’ την λίμνη που κρυβόμουν
γ
ένα παιδί πάντα στο όνειρο μέχρι το χάραμα/
σε σκουπιδότοπο το βρήκα/ σε μάντρα/
μέσα μου ήξερα/
δικό μου γέννημα ήταν/
μια τσιμπιά στο μπράτσο/
μέλισσα με συναισθήματα και βλέμμα ανθρώπου
λιγδιάρικο μωρό φώναξα και ξαναφώναξα/ και γλίστρησα/
φύγε από πάνω μου/ δεν σε αναγνωρίζω
δ
Ναυάγιο το ταξίδι
Και το κραταιό φιλί ανύπαρκτο
Στεγνά τα χείλη και το κάθε τι
Σταφύλι και ρόγα κουκούτσι χυμός
Αναδύονται και ένα σώμα στο χώμα μπηγμένο
Αναφωνεί το υπέρτατο όχι
Νοσταλγία, νοσταλγία, νοσταλγία, φωνάζω
Τώρα η πόρτα ανοιχτή περάστε κόσμε