Το κάτω μονοπάτι
Η άδικη, ακατανόητη πίεση,
η αποδοχή του περιορισμού,
του πεπερασμένου,
ματαιότητας σημείο.
Η αέναη πάλη,
η αθωότητα στα μάτια,
η συγχώρεση που ποθεί τη λύτρωση.
Βαριά, συγκεχυμένα
ανακινούν τη σκιά
του ψυχρού κι άλλοτε
επιθυμητού τέλους.
Το αντάμωμα στο βλέμμα
ισχνής χαραμάδας φως
στης τσακισμένης στιγμής
εντός το αίμα.
*
Επανεκκίνηση
Ακούγοντας των περαστικών τα βήματα,
θυμήθηκα το γοργό βηματισμό σου
δίπλα στο νωχελικό δικό μου.
Περπατούν, ξέρεις, οι άνθρωποι
το είχαμε ξεχάσει.
Περπατούν μόνοι, μαζί παράλληλα.
Πορεύονται πλάι πλάι
κοιτάζοντας πότε λοξά,
πότε κενά, πότε τον άλλον
που έτυχε δίπλα να’ ναι.
Τώρα που η περπατησιά πυκνώνει,
που η κίνηση ξυπνά από τη χειμερία, μακρά νάρκη,
ανάμνηση βουβή τα βήματά σου.