-Μ’ αρέσεις. Πάρε με στου κόσμου
το καράβι. Είμαι η Λίγεια. Η κόρη της Καλλιόπης.
Κωπηλατούσε από το εκτυφλωτικό φως
ως τη βαθειά σκιά. Κι εκείνη στάλαζε
στο στόμα του την ηδονή!
-Είμαι αθάνατη, γιατί όλοι οι θάνατοι χύνονται
μέσα μου. Είσαι ωραίος, νέος, με πλάνεψες
στο ανάκτορο των αιώνιων άμορφων νερών.
Ο Οίνοψ Πόντος φυσά την κοχύλα του.
Σε καλεί, λυγερή μου Λίγεια,
στις γιορτές της μακρινής καταιγίδας!
Θ’ αγαπηθούμε στις αποβάθρες των αναχωρήσεων
όταν δεν θα υπάρχει ανάμεσά μας θάλασσα.
*Από τη συλλογή “Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες”, εκδόσεις Στιγμή, 2007.
**Στην εικόνα της ανάρτησης Edward Armitage, Η Σειρήνα (1888).