Είμαστε όπως τα αμφίβια. Κάποιες φορές έξω, σε ξερή γη,
κάποιες φορές μέσα, βαθιά στους εσωτερικούς μας βάλτους.
Νιώθουμε ασφαλείς στους λασπωμένους βάλτους μας.
Ευημερούμε εκεί.
Είμαστε ευαίσθητοι στο άγγιγμα, noli me tangere
και στις λέξεις και στις ματιές, noli me legere, noli me vedere
To αίμα μας άλλοτε βράζει, άλλοτε παγώνει, άλλοτε νερώνει.
Πίσω απ’ τα βλέφαρα έχουμε μεμβράνες κι ένα επιπλέον ζευγάρι
βλεφαρίδες
για να μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μας σφιχτά, όρθιοι
και ξαπλωμένοι.
Κάνουμε έρωτα χωρίς να κοιταζόμαστε
ριχνόμαστε ο ένας στον άλλον πισώπλατα, για να μπορούμε
να αδράξουμε,
να μεταμορφώσουμε και να φανταστούμε τους πόθους και
τα οράματά μας.
Ύστερα εγκαταλείπουμε, παίρνουμε το δρόμο μας, γιατί
εκείνος που μας ρίχνεται, αργά ή γρήγορα, αρχίζει
να βρωμάει θλίψη
και είναι αφόρητο ό,τι δεν μπορεί να γεννηθεί.
Είμαστε όπως τα αμφίβια, ένας ακέφαλος ανταγωνισμός
δίχως πόδια.
*Από το βιβλίο “οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου – Βαλκάνιοι ποιητές”, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσαλονίκη 2020. Μετάφραση: Κλεοπάτρα Λυμπέρη.