[α ́]
Μέσα μου πόλεμος,
οἱ ποταμοὶ δακρύων
καὶ ἡ ψυχὴ πάνω στ’ ἀμόνι
μέχρι νὰ μάθει
ν’ ἀντέχει στὸ σφυρί.
[β ́]
Τὴ μέρα μικραίνεις μὲς στὸ πλῆθος,
μαραίνεσαι καὶ χάνεσαι στὸ δρόμο
μὲ βλέμμα χαμηλό.
Τὴ νύχτα πυρώνει τὸ μολύβι-
ντύνεσαι μαχητής, ἀνήμερος ἀγέρας,
πού ’χει ραμμένη στὴ σημαία του
ὁλάκερη πατρίδα ἀπὸ ποιήματα.
[δ ́]
Κάποτε ἔγραφες ποιήματα
κι οὔτε θυμᾶσαι ποῦ τὰ ἔκρυψες.
Μὰ οἱ στίχοι εἶναι σφαῖρες,
τὶς ξεχνᾶς ὅταν γυρίσεις στὴ ρουτίνα
τῆς εἰρήνης·
ξεδιπλώνεις κάποιο ροῦχο
καὶ ξεφεύγουν στὸ πάτωμα,
κοιτάζεις τὴν καρδιά σου
καὶ καρφώνονται στὰ μάτια σου.
Τὶς νύχτες οἱ σφαῖρες τρυπώνουν στὰ ὄνειρά σου κι ὅταν δακρύζεις,
ὁπλίζει μέσα σου
τὸ ποίημα ἑτοιμοπόλεμο.
[ε ́]
Ρωτᾶς τί εἶναι τὰ αὐτοάνοσα.
Στίχοι εἶναι σκαλισμένοι στὸ κορμί,
ποιήματα ποὺ γράφτηκαν μιὰ νύχτα,
κακόβουλες ματιὲς, λέξεις μαχαίρια
κι ἀνεμοστρόβιλοι ψυχῆς…
ὅπως ἐκεῖνος ὁ βαρδάρης,
μισὸς βοριάς,
μισὸς ἀντάρτης
μὲ δρασκελιὲς κατέβηκε τὸ Σέιχ Σού.
Τὴ νύχτα μάζεψε ὅ,τι ἦταν νὰ μαζέψει
καὶ τὸ πρωὶ γυρεύαμε τὰ ὄνειρα
κάτω ἀπὸ τὰ σκόρπια φύλλα μας
καὶ τὰ σπασμένα μας κλαδιά.
[η ́]
Μὲ τὰ χρόνια κύρτωσαν τὰ κλαδιά μου·
φοβᾶμαι μὴν ἔρθει μιὰ μέρα
ποὺ θὰ τὰ φτάνουν πιά,
γιὰ νὰ κρεμάσουν
ἡττημένους στρατιῶτες.
Φοβᾶμαι τὰ γράμματα
στὶς τσέπες τῶν κρεμασμένων,
τὶς νύχτες οἱ λέξεις θὰ ὠρύονται,
θὰ ἀλυχτοῦν χαροκαμένες Ἐρινύες.
*Από τη συλλογή “Ανιλίνες”, έκδοση Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου *108 / 2021.