Την έπιασε η νύχτα
μπροστά στους μεντεσέδες
κλειδαμπαρωμένη
τρεις φορές
από τα κόκαλα
ως το ρευστό του αίματος.
αστροφώτιστες ροές
κόχλαζαν
της ζεστασιάς το καλωσόρισμα.
Τίποτα,
ανάσα αποσβολωμένη,
κατάσαρκα στα μάτια η τύφλα.
Σου το ‘χα πει, το θεριό ζηλεύει
τα στέρεα παλάτια
κι από τις αιωνόβιες παπαρούνες
το κόκκινο που αστράφτει.
Ψέμα,
από το στόμα του,
στης σβελτάδας το ξελίγωμα
τ’ αγκίστρι.
Κλείνει τη ράχη
προς τη μέση
σαν μάγκωμα χρόνου που στερεύει.
*Από τη συλλογή “Calcarea Carbonica (μεταξύ βούλησης και επιθυμίας)”, Εκδόσεις Κύμα, 2017.