Αποφασίσαμε να τον τεμαχίσουμε.
Είχαμε καί τα εργαλεία καί την πείρα.
Είχαμε καί την συναίνεσή του.
Ξεκινήσαμε από το δεξί του χέρι,
Ήταν κάτι που μας ενοχλούσε χρόνια.
Το παρατήσαμε στην παραλία
πάνω στα μαρμάρινα καθίσματα.
Κρατούσε σφιχτά ένα μολύβι
δεν μπορέσαμε να του το αποσπάσουμε
και παρά τους σπασμούς και τα αίματα
παρατηρήσαμε
ότι έγραφε ακόμα πάνω στη σκληρή επιφάνεια.
Τα αυτιά του τα χωρίσαμε και τα κολλήσαμε
το ένα κάτω από την πινακίδα της οδού Μουσούρη
και το άλλο στην οδό Σκρά.
Οι περαστικοί αστειευόντουσαν μεταξύ τους
με το γνωστό γνωμικό με τα αυτιά και τους τοίχους.
Τα δόντια του μας τα ζήτησαν οι συλλέκτες.
Μετά από πενήντα χρόνια ήξεραν ότι θα αξίζουν μια περιουσία.
Κρατήσαμε και εμείς μερικά.
Κορόιδα είμαστε;
Παιδιά μεγαλώνουμε.
Εν τέλει το κεφάλι
το αφήσαμε στην εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου
πάνω στο δίσκο που περιφερόταν στην Κυριακάτικη λειτουργία.
Φιμωμένο φυσικά.
Ας είμαστε σίγουροι.
Το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού του χεριού
αυτό που μας έτεινε πριν τη διαδικασία
το καρφώσαμε πάνω στην κεραία ραδιοφώνου
που κρατούσαν κάτι ανέμελοι πιτσιρικάδες .
Έτσι αποφεύγουμε εμείς τα παράσιτα.
Το συκώτι και το νεφρό του
-είχε μόνο αριστερό-
τα δώσαμε στην κάβα
απ’ όπου έπινε τον εαυτό του συνήθως.
Τα δυο του πόδια τα στερεώσαμε σε σκαρί παρθενικού πλοίου
που μαστορεύανε στο ναυπηγείο.
Καλοτάξιδο.
Την καρδιά του την κράτησα εγώ.
Ο διευθύνων νους της όλης επιχειρήσεως.
Την πέταξα στο τζάκι του σπιτιού μου.
Χρόνια τώρα μας ζεσταίνει τους χειμώνες.
*Αναδημοσίευση από εδώ: https://mail.google.com/mail/u/0/#inbox/FMfcgzGkXSZGHnstZJpwHmcjvbXrDKDv