Η εκκρεμότητα του τέλους

Γιώργος Δάγλας: «Ταριχευτές πουλιών», Εκδόσεις «Κύμα», 2020, Σελ. 46.

Πέτρος Σ. Στεφανέας*

Η επιλογή της παιδικότητας δεν είναι τυχαία για τον ποιητή και πρόκειται κατ’ ουσίαν για ανάκληση – μέρος της προσέγγισης του χρόνου.

Ο Γιώργος Δάγλας στην τελευταία ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ταριχευτές πουλιών» επιβεβαιώνει την ποιητική του παρουσία ως ποιητής με κεντρικό άξονα την αποτύπωση της μελαγχολίας και την αναζήτηση της ταυτότητας της ακύρωσης.

Ο θάνατος ως απουσία διατρέχει το σύνολο του βιβλίου –«Οταν φύγω για τα επουράνια, μια παιδική παράσταση θα κλείνει την αυλαία της»– με την παιδικότητα να είναι το κλειδί της μετάβασης στην αθανασία. «Οταν φύγω ένας πικρός κλόουν θα υποκλίνεται στη μέση του τσίρκου, και τα παιδιά θα χειροκροτούν ενθουσιασμένα».

Η αδυναμία του ποιητή να παρακολουθήσει τον χρόνο λειτουργεί εξαγνιστικά και αποδομητικά –«ένας αργοπορημένος επιβάτης θα τρέχει να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο και μισότρελοι ποιητές θα με θάβουν στο βάθος μιας παλιάς ταβέρνας».

O αυτοσαρκασμός και η αποδόμηση του ποιητή είναι παρόντα σε όλα τα ποιήματα της συλλογής –«με πόσο γάλα και ξύδι να ξεπλυθώ»– αλλά και με αναφορές σε τόπους (Σύρος, Γαλαξίδι). Το ποίημα «Σύρος» συμπυκνώνει τη μελαγχολική ματιά του ποιητή: «Είχα μεγαλώσει γρήγορα. Ερχόμουν από τη στέπα μέσα από άγρια ανεμοθύελλα. Ενα μακρινό ταξίδι χωρίς αποσκευές και πυξίδα».

Η παιδικότητα επιστρέφει και σ’ αυτό το ποίημα ως σημείο αναφοράς: «Λίγα κιτρινισμένα χαρτιά με παράξενες σφραγίδες και ένα παιδικό παιχνίδι στις λυπημένες τσέπες μου». Το παιδί ως νοσταλγική αφετηρία της ζωής αλλά και ως όχημα για την ανακάλυψη της φύσης – ποίημα «Σύρος»: «Ενα γεράνι δίπλα στα ναυπηγεία με τα πλοία που λαχτάρισαν να ανοιχτούν στην απέραντη θάλασσα – ένα γεράνι – ήρθα να δω».

Η επιλογή της παιδικότητας δεν είναι τυχαία για τον ποιητή, πρόκειται κατ’ ουσίαν για ανάκληση – μέρος της προσέγγισης του χρόνου, το ομώνυμο ποίημα είναι χαρακτηριστικό: «Τόση έρημος λες πού χάθηκε; Και τώρα δύο κόκκοι άμμου σε τόση κλεψύδρα. Και τρέχεις έντρομος μέσα στη νύχτα να ψάξεις το ποδήλατο που σου κλέψανε παιδί». Ο χρόνος όμως μπορεί να πλανέψει: «Μα το απόγευμα αυτό ήρθε από κάπου αλλού. Το είδα από μακριά και το γνώρισα σαν μια άγνωστη που σου έμοιαζε και την ακολούθησα σε μια μάταιη ελπίδα». Επιλέγει την ακύρωση στο τέλος της πλάνης.

Ο Γιώργος Δάγλας γεννήθηκε στην Ιθάκη, το 1958. Εχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Η μέρα των φωταγωγών» (Ελεύθερος Τύπος, 1982), «Το μαύρο χιόνι» (Ελλέβορος, 1989, β’ έκδ. Φίλντισι, 2016), «Καντάδες για ένα δαίμονα» (Φίλντισι, 2014) και «Ταριχευτές πουλιών» (Κύμα, 2020). Είναι ψυχή των εκδόσεων «Κύμα» και κοσμήτορας της Πανελλήνιας Ενωσης Λογοτεχνών.

Υπεύθυνος ύλης στο λογοτεχνικό περιοδικό «Κύμα», συνεργάζεται με το ραδιόφωνο, περιοδικά και λογοτεχνικά μπλογκ. Εχει ασχοληθεί με τον στίχο. Πιο συγκεκριμένα, οι «Καντάδες για ένα δαίμονα» έχουν μελοποιηθεί από τον συνθέτη Βασίλη Λαγό και ερμηνεύονται από την Ντόρα Βλάσση, τον Λάκη Χαλκιά και τον Γιώργο Ρωμανό, και η πρόζα με τίτλο «Το σίδερο» μελοποιήθηκε από τον Νεκτάριο Καζαντζή και ερμηνεύεται από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. Περισσότερα μπορεί να δει κανείς εδώ.

Η ποίηση του Γιώργου Δάγλα όπως αποτυπώνεται στο τελευταίο βιβλίο του δεν είναι μόνο ποίηση της ακύρωσης, πηγαίνοντας πιο πέρα προτείνει διεξόδους σε απλές εκδοχές του βίου, σαρκάζει τους πάντες και τον ίδιο τον ποιητή. Η ανατροπή ως διέξοδος αποδομείται, ενώ η επανάληψη των μοτίβων οδηγεί σε μια δυστοπία φτιαγμένη με ποιητικό υλικό. Το ποίημα «Ο Βυθός» συνοψίζει αυτή του τη στάση:

«Να ακούω τη μνήμη να έρχεται και να φεύγει μ’ ένα ανυπόμονο βογγητό». «Ν’ ακούω την ίδια ιστορία γι’ αυτούς που δεν γύρισαν ποτέ πίσω». Συνοψίζοντας, στο βιβλίο «Ταριχευτές πουλιών» ο Γιώργος Δάγλας σκηνοθετεί μια μικρή ποιητική παράσταση, γιατί «με έναν άλλο θίασο θα φύγω», για να καταλήξει τελικά «σε αυτά τα στενά δρομάκια συναντώ τους παιδικούς μου έρωτες και μελαγχολώ». Το θέατρο κυριαρχεί και σε παλαιότερα ποιήματα («Η μέρα των φωταγωγών»): «Μ’ άνεργους ηθοποιούς κι αλκοόλ θα τη βρω. Κι έτσι νομίζω χωρίς άγχος με κουβέντες καλές θα πεθάνω».

Ο ποιητής στην πορεία του αναζητά μόνιμα τη σημασία του ίσιου δρόμου: «Κάθε τόσο σταματούσε στη μέση του δρόμου // σκόνταφτε σε μια μνήμη, κι άλλαζε κατεύθυνση. Κάπου μακριά έπαιζε μια ορχήστρα, κι οι φίλοι πίνανε κρασί. Αλλοι είχαν φύγει από καιρό, κι άλλοι τον είχαν ξεχάσει. Και το κορίτσι που χόρεψε, ήρθε και κάθισε δίπλα του, και τον κοίταζε στα μάτια κι αυτός κάθε τόσο σκόνταφτε στον ίσιο δρόμο της ζωής του».

Στο τέλος μια προσωπική έξοδος από τη σκηνή. «Εσκυβε το κεφάλι, έβαζε ξανά το φάκελο στην τσάντα κι έφευγε ήρεμος. Τότε άναβε ξαφνικά ο ξεχασμένος φάρος, χιλιάδες πλοία γέμιζαν το πέλαγος μ’ όλα τα φώτα αναμμένα και τα κύματα χάιδευαν στοργικά τα βράχια». Η Ιθάκη, τόπος γέννησης αλλά και μόνιμης αναφοράς του Γιώργου Δάγλα, διατρέχει συνολικά την ποίησή του ως το σύμβολο της αέναης ανθρώπινης διαδρομής προς ένα άγνωστο τέλος.

Ο ποιητής δεν μας προτείνει συγκεκριμένο τέλος, θρηνεί όμως την ύπαρξή του. Ο θρήνος του είναι προσωπικός με στοιχεία αυτοσαρκασμού –«Ελάσσων Ιθακήσιος ποιητής». Επιζητά την εκκρεμότητα του τέλους και την αποδέχεται ως πιθανά τον βεβαιότερο νόμο της ζωής.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε εδώ: https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/290289_i-ekkremotita-toy-teloys

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s