Η ΚΗΔΕΙΑ
Αγόρι, κορίτσι.
Δώστε –
Στο κορίτσι μια κούκλα.
Στο αγόρι φτυαράκι.
Η κούκλα ξεχαρβαλωμένη να ‘ναι, νεκρή.
Τ’ αγόρι θα σκάψει με το φτυαράκι του λάκκο
ένα λάκκο μικρό, τόσο δα, για την κούκλα της φίλης του.
Δώστε –
Και στον Ούζο, τον χαζό μας, ένα καπέλο
καπέλο να ‘χει ο χαζός μας, να το βγάλει καθώς περνά η κηδεία.
ΦΟΥΤΜΠΩΛ
Το κρανίο μου παίζουν κλωτσοσκούφι
Στρατηγοί Vs Μπίζνεσμεν.
Γ κ ο ο ο ο ό λ !
Ζήτω! Σεισμός στην εξέδρα
Διαμαρτυρίες, ήτανε οφσάϊντ
Πουλημένος ο ρέφερυ.
Εγώ τώρα πάλι – άουτ!
το κρανίο μου στου διαόλου τη μάνα.
“- Να ζει κανείς ή να μη ζει;” αναρωτιέται ο Αμλετάκος
τραβώντας να μαζέψει τη μπάλλα.
Αν κάνει καλά τη δουλειά του ο σπόρος, μπράβο, κονόμησε χαρτζιλικάκι.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Χαλασμένη γειτονιά είναι οι στίχοι μου.
Στα χαλάσματα των στίχων μου, πιτσιρικάδες βγήκαν
και παίζουν –
πόλεμο
έναν
πόλεμο αφελή
όμως
καθαρό
παλικαρίσιο
έναν
πόλεμο χωρίς
υποκρισίες
μήτε τις προστυχιές
του
πόλεμου
των μεγάλων.
*Από τον “Πόλεμο” φυλλάδιο με ποιήματα, που κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, εκτός εμπορίου, το 2007.