Πήρα εκείνο τον ήσυχο δρόμο…
Μ’ άρεσε πάντα όταν περνούσε
ο ήλιος στη Δύση του από κει.
Τα μπαλκόνια
είχαν πολύχρωμες κορδέλες
που τις χόρευε ο άνεμος
σαν εραστής
που με δύο νότες
έκλεβε το χαμόγελο των κοριτσιών.
Πίσω από τα παντζούρια
κρυφοκοίταζαν οι νοικοκυρές
όσο στη κατσαρόλα πίσω τους
κόχλαζαν τα νεκρά τους όνειρα.
Ο αχνός στο τζάμι πρόδιδε
τα όρια μιας φυλακής
που ποτέ δεν έπρεπε
να συνειδητοποιήσεις.
Τα πουλιά
πετούσαν βιαστικά για τη φωλιά
και το σκοτάδι έπεσε…
Τα φώτα άναψαν…
Δε μπορεί ποτέ ο άνθρωπος
ήρεμος στην αγκαλιά σου
να πέσει, νύχτα.
Είναι γεμάτος φόβους κι ενοχές
που σε μια χούφτα φως
κοιτάει να τις κρύψει.
Στου δρόμου το τέλος…
Μια γάτα
μια κουκουβάγια
κι ένας τρελός.
Η γάτα, αθόρυβα πατούσε
και περνούσε
ανάμεσα απ’ του χρόνου τις ρωγμές.
Η κουκουβάγια ασάλευτη
το θάνατο κατάματα κοιτούσε
σαν το καλύτερο της φίλο.
Κι ο τρελός σε ρωτούσε!
Μιλάς με το Θεό;
αν απαντούσες όχι
σ’ άφηνε να περάσεις.
Reblogged this on Manolis.