Θύρες λυτές ο ερχομός,
μοίρες βαρύθυμες το διάβα,
άχθος, βλαστήμια ο πηγαιμός,
στης ρούγας της αδιάβατης
το τέρμα τράβα.
Οι υποσχέσεις τους πολλές,
σαν στωικό της μάνας χάδι,
τα εξαπτέρυγα θηλιές,
στις φλόγες έζωσα ένα βράδυ.
Κι εισέβαλα στο ιερό
με φλάμπουρα καθημαγμένα,
σάρκα κοινώνησα,σταυρό
με νέκταρ του οργασμού αγιασμένα.
Την κοινωνία σας ξερνώ,
κτισμένη στων ευνούχων το σκοτάδι,
με το δαδί της σκέψης πυρπολώ,
ψάχνω τον Έρωτα στον Άδη.