Ένα μαραμένο πρόσωπο στο παράθυρο γερμένο.
Αποταμίευσε σκληρά.
Κλείστηκε στο σπίτι παίρνοντας μαζί του
αντιπροσώπους απ’ όλα τα είδη.
Περίμενε μια πλημμύρα από λέξεις.
Αντ’ αυτού ελάμβανε πού και πού ένα λακωνικό τηλεφώνημα.
Είχε μάλλον μια καρδιά βούτυρο κι ένα μάτι προβολέα.
Στο τέλος έλιωσε το μάτι την καρδιά.
*Από τη συλλογή “Η άστεγη μέρα”, εκδόσεις Μελάνι, 2014.