Γιάννης Δάλλας, από τον “Ζωντανό χρόνο”

Mε γυμνή πλώρη μπήκε μέσα στην κάμαρα

Τρεκλίζοντας

σαν ρύγχος ονείρου 

Ο ήλιος του μεσημεριού σαν ερυθρόδερμος 

Τού ’γλειφε την καρένα του

Μέσ’ από λόχμες-πατζούρια

Έκαμε ένα βήμα κ’ είπε, να τα τ’ αμπάρια μου

Έσκυψα κ’ είδα το τατουάζ του βυθού 

Στο κατώγι που ευώδησε τ’ αποκεφαλισμένα πιθάρια

Αυτά τα ερυθρόμορφα είναι από τυρρηνικά ακρογιάλια

Οι μπουκαπόρτες ολάνοιχτες κ’ η πειρατεία εν δράσει

Στα καρτέρια της Πίνδου μακελλάρηδες των ψυχών

Οι Γκέκηδες με τη δίψα κι άλλοι Επιδάμνιοι 

Κ’ οι Σκύθες κατηφορώντας με τα λαρύγγια τους

Απ’ όλες τις κάνουλες στάζοντας αίμα 

Μια λαγκαδιά με κατάρτια κ’ οι ναύκληροι ξυλοκόποι τους

Ο τόπος τρεκλίζοντας κατηφοριά μ’ άαμπελόφυτα 

Κι από τ’ αμπάρι ώς την πλώρη τ’ αετονύχι 

Να μάς σπαθίζει σαν στήθος Γοργόνας 

Κόρης που ο μούστος της έβρασε κι όρμησε μες στο δάσος 

Κ’ ύστερα γύρισε με στίγματα αγρίων

Μπήκε και γύρισε αμαδρυάδα των λεωφόρων

Και τώρα μες στη βάρδια μιας ατέρμονης νύχτας 

Παραπατώντας μες στη συντροφική παραζάλη

Ζωσμένη από δέντρα η περπατησιά τους δίπλα της 

Τα μπράτσα τους είναι σαν δυο στεφάνια στα κρασοβάρελα 

Τα λόγια φυλλώματα οι καρποί τους χειρονομίες 

Κ’ η σιωπή τους σιωπή του σίδερου

Βουλιάζει μέσα της άγκυρα ονείρων

Μια μικρή φαλαινίδα έξω απ’ τ’ αμπάρι της

Το σκαρί τους είναι ήη σιγουριά που την ταξιδεύει 

Μακρυά από σηματωρούς και σοφούς φαροφύλακες

Παρά μ’ δση χρειάζεται αντίσταση στα παλλόμενα κύματα

Εκείνα καλπάζοντας κι αυτή σαν το μάτι φάρου 

Που ανοιγοκλείνει και τρέμει και περιμένει 

Την καβαλαρία τους μ’ άσπρη χαίτη τη μουσούδα τους αφρισμένη 

Να στάζει μέσα της τους χυμούς τους

Σαν τότε που ταξίδευε από νύχτα σε νύχτα 

Και μοίραζε τά εκρηκτικά της σ’ άγνωστα χέρια 

Με την ίδια έμπιστοσύνη που έδινε και το στήθος της 

Σ’ αυτόν που ήξερε ασύστολα να το δρέψει 

Να τό ’χει χειροβομβίδα μέσα στη χούφτα του

Ώσπου να γίνονται κ’ οι δύο παρανάλωμα 

Πυροδοτώντας σ’ όλες τις κάνες των φλογοβόλων 

Η νυμφομανής Επανάσταση

Κάθε πρωί τραβηγμένα στη στεριά τα μονόξυλα

Κι ο ίδιος ερυθρόδερμος με τη γλώσσα του

Να τρέχει ανατριχιασμένη στη ράχη της μέρας

Η βουτιά του βουτιά πυρωμένου Σατύρου στα κύματα

Το θολάμι της να χτυπιέται με τ’ άλλα χταπόδια του μόλου

Έτσι και τώρα ανοιγοκλείνει κι αποτραβιέται και γίνεται

Μια αντίσταση που ερεθίζει τον πειρατή και το σκάφος του

Ένας κόλπος πεόπληκτος να τον γλείφει ώς τα φύκια του μόλου

O ξανθός βιαστής των ονείρων

Γιαλός και μόλος και λοφοπλαγιά μ’ άμπελόφυτα 

Κ’ εκεί δίπλα δίπλα τ’ άετονύχι που γυάλισε 

Σαν μάτι που μέθυσε και τρεκλίζει του ρέμπελου

Που ξεθηκαρώθηκε και χορεύει στα φεγγαρόφωτα

Του πιο ρέμπελου Σειληνού

0 ουρανός με τα φύκια του κ’ η γη άστερόεσσα

Κι όπως γαλαχτώνει μέσ’ από δυό βουναλάκια 

Βγαίνει σαν ρόγα ραζακιού το φεγγάρι 

Στο στήθος τ’ ουρανού που λύθηκε και μοιράζεται 

Σε χιλιάδες μάτια και χείλια και δάχτυλα 

Σ’ όλους τους πεινασμένους και τους ανέραστους της δικαιοσύνης

*“Ο ζωντανός χρόνος”, εκδ. Κείμενα, Αθήνα 1985.

2 responses to “Γιάννης Δάλλας, από τον “Ζωντανό χρόνο”

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s