Ξένη να ερχόμουν, απ’ αλλού
σ’ απαλό καΐκι να διέσχιζα
το άγνωστο νερό.
Ηλίανθος μητέρα
πολύεδρο άστρο
σε πόσα λουλούδια
τραγούδησες
βρύση θνητή.
Ο πατέρας πληκτρολογεί
στο google τ’ όνομά του
τραντάζοντας με βροντερά φτερνίσματα
τον κορσέ του ύπνου της κοινότητας
ογδοντατεσσάρων χρονών ερωτευμένος
με τη φευγάτη γη
Όμορφα τα φώτα π’ ανάβουν το σούρουπο
Άκου πώς βαρά το κανονάκι στα περβόλια
εκείνο που σίγασε πριν από χρόνια·
αναμεταξύ των χτύπων αντηχεί
η περπατησιά του σκιάχτρου
που κοντεύει.