έτσι αέρας ο ήλιος πνίγηκε καθώς νερό ανακρινόταν τόσα βασανιστήρια ώσπου να βγει η ψυχή στομάχια που συγκρούστηκαν φέρνοντας νέο στην τάξη του κόσμου το εύστοχο λάθος οι νεκροί συχνάζουν στην κουζίνα ή όλοι είμαστε ρουφιάνοι εγκαταλείποντας τον άνθρωπο μία καταστροφή συγκρατεί τον όλεθρο κουρασμένος και βρόμικος μ’ όλα γύρω να μυρίζουν αϋπνία ο θεός δεν έρχεται κι ο διάβολός του κρύβεται νύχτα γυρίζω στο σώμα μου μες στο φτερό δυο πιθαμές παν’ απ’ τη γη λέξη δεν έρχεται ούτε το χέρι οδηγεί άλλη κατάσταση εκεί όλα συμβαίνουν πάψε ακούγεται φωνή μα πώς τρέχω βιάζω ρίχνω παντού τη σκέψη μου σακατεμένη να εξαφανιστείς ν’ αγγίξεις το απόλυτο μηδέν το όμικρον μες στο κενό το σπέρμα σου να χύσεις τίποτα με το τίποτε να είσαι
*Από τη συλλογή «Ο κρατήρας του γέλιου μου», εκδ. Φαρφουλάς, Αθήνα, Οκτώβριος 2009, σ. 55.