0-24
Ένα σύννεφο κράτησε όσο το απόγευμα
Έπειτα ήρθε η νύκτα το σύννεφο έγινε βροχή
Στα μαλλιά σου πάνω μάχεται τον θάνατο τώρα
Που σε χαϊδεύει
Μπορεί να έρθει βαρύ σύννεφο κάποτε
Θα ’ρθει σα σύννεφο νύκτα ολόκληρη
Ο θάνατος πάνω στα μαλλιά σου να πάρει το χέρι μου
Που σε χαϊδεύει
Έρπω σα σύννεφο όλος υποψία
Ανιχνεύω γύρω από το λαιμό σου το χρόνο που επιτίθεται
Σε χαϊδεύω και όταν με κτυπά πέφτω στα χέρια σου
Που με χαϊδεύουν
Πάντα η κάθε μέρα περνά με ατέλειωτες περιπολίες
Μπορεί νάρθει αύριο μπορεί την άλλη νύχτα
Σκέψου, την ώρα που θαρθεί όλα θα υπάρχουν
Και μεις
Λίγο πριν έρθει.
Άνοιξη 1958
***
Proletarium (opus Ο II)
Στον άδειο δρόμο σπάσαν οι σωλήνες
Αυτό γίνεται στη Σαλονίκη κάθε τόσο.
Νύκτα περνούν οι εφιάλτες
Αυτό γίνεται σαν ιστορία και στο μυαλό μας.
Η γωνιά του πεύκου για παιδιά που παίζουν
Ο τοίχος για τις τελευταίες σου στιγμές
Τοίχος πεύκα και στη μέση σπίτι Αν έχεις και κρεβάτι πεθαίνεις πιο άνετα.
Αν έχεις αρβύλες περπατάς
Αν είσαι ξυπόλητος περπατάς θέλεις δεν θέλεις
Το χειμώνα κουβαλάς ν’ αποθηκεύσεις χιόνι για το καλοκαίρι των εχόντων
Και το καλοκαίρι όταν δε σε χρειάζεται κανείς
Πεθαίνεις για να μη σε πουν τζιτζίκι
Είτε προσπαθείς να περάσεις τη γραμμή του ορίζοντα.
Και κόβει το λεπίδι της το λαιμό σου.
Αθήνα 16.6.1957