H μάνα έλεγε τα ψώνια της επομένης κι εγώ σημείωνα.
Ήταν φορές που από σαπούνι σε ζάχαρη χανόταν μέσα σε κάτι σιωπές πυκνές… άβατες.
Μια μέρα καθώς έγραφα
μου ‘πιασε άγρια το χέρι.
“Εσύ όχι!”
“Τι όχι μάνα;”
“Mη γίνεις η πέτρα της υπομονής… ακούς;
Kρίμα να σκοτωθούν τόσοι περαστικοί…”