ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ
Οι τοίχοι τρέμουν σα νερό πάνω σε τζάμια
Κι αυτές οί δυό μπροστά μου οι πόρτες
Η μία μοιάζει πόρτα ασανσέρ
Που μόλις τώρα έφτασε στο ισόγειο και θ’ ανοίξει
Και γκάγκστερ με κοστούμι ροζ θα βγει.
Η άλλη μοιάζει πόρτα
Διαδρόμου εσωτερικού
Που μένοντας κλειστή συνήθως
Ανοίγει μόνον για να βγάλουν
Στο εποχούμενο φορείο
Τον ναρκωμένο
Εγχειρισθέντα ασθενή.
Η Όφηλία
Με κόκκινο πουλόβερ
Γελάει συνεχώς
Είθε το γέλιο της αυτό
Να έχει μια κάποια μονιμότητα.
16 Μαρτίου 1970
***
ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΣ
Ποιος τό ’λεγε απ’ τον κήπο
Με τους φοίνικες και τ’ άγρια περιστέρια
Πως θα βρεθείς κατάδικος
Με τη νωπή βουή του όχλου
Που ανέντιμο σε φώναζε
Προδότη κι άλλα τέτοια.
Ούτε κι η φύση σου έμεινε
Παρηγοριά και φως.
Τα δέντρα που τ’ αγάπησες
Σά νά ’τανε παιδιά σου
Στα πήραν απ’ το βλέμμα σου
Τα σίδερα κι οι τοίχοι.
Κανείς δεν είναι σίγουρος
Πόρτες κλειδώνουν βιαστικά
Συγκλητικοί και πόρνες.
Πλανιούνται μες στη σκέψη τους
Ο Νόμος δε γνωρίζει
Προσκόμματα και κλειδαριές
Πόρτες κλειστές περνάει
Σα να ‘ταν ο Ασώματος ή laser ή κάτι
Το απίστευτο, πιο δυνατό κι από τη φαντασία.
*Από τη συλλογή “Το αίμα του λύκου”, έκδοση Εγνατία/Τραμ, Θεσσαλονίκη 1978.